§124. Προτάσεις σχετικαὶ
πρὸς ἀλλήλας κατὰ τὸ περιεχόμενον νόημα συνείρονται κατὰ τρεῖς τρόπους,
ἤτοι
1)
παρατίθεται ἁπλῶς ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης χωρὶς κανένα σύνδεσμον. ῾Η
τοιαύτη ἁπλῆ παράθεσις τῶν προτάσεων καλεῖται σχῆμα ἀσύνδετον,
εἶναι δὲ ὁ πρῶτος καὶ ἀρχικὸς τρόπος τοῦ συνειρμοῦ τῶν προτάσεων εἰς τὴν
γλῶσσάν μας, (ὅπως εἰς πάσας τὰς γλώσσας ἐν γένει), καὶ συνήθης κανονικῶς μὲν
εἰς τὸν λόγον τῶν μικρῶν παιδιῶν, οὐχὶ σπανίως δὲ καὶ εἰς τὸν ἀφελῆ καθημερινὸν
λόγον καὶ εἰς τὰ ἀφελῆ λαϊκὰ ποιήματα. (Πρβλ. Κλαῖνε τὰ μαῦρα τὰ βουνά,
παρηγοριὰ δὲν ἔχουν. Δὲν κλαῖνε γιὰ τὸ ψήλωμα, δὲν κλαῖνε γιὰ τὰ χιόνια, ἡ
κλεφτουριὰ τ’ ἀρνήθηκε κλπ.).
Τὸ
ἀσύνδετον σχῆμα εὑρίσκεται συχνὰ ὄχι μόνον εἰς τὰ ποιήματα τοῦ Ὁμήρου, τὰ ὁποῖα
εἶναι τὸ ἀρχαιότατον μνημεῖον τῆς γλώσσης μας, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς μετὰ ταῦτα
πεζοὺς συγγραφεῖς, ὑπὸ τῶν ὁποίων ὅμως χρησιμοποιεῖται ἰδίᾳ ὅταν πρόκειται νὰ
ἐκφρασθῇ κάτι τι μὲ γοργότητα καὶ ζωηρότητα καὶ πολλὰ νοήματα νὰ παρουσιασθοῦν
ἡγωμένα εἰς ἓν ὅλον.
Ἐβαπτίσθης,
ἐφωτίσθης, ἐμυρώθης, ἡγιάσθης, ἀπελούσθης εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ
καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Κανονικῶς
δὲ χρησιμοποιεῖται τὸ ἀσυνδετον σχῆμα, ὅταν μία περίοδος ἢ ἓν κῶλον περιόδου
ἀρχίζῃ ἀπὸ δεικτικὴν λέξιν, διότι αὐτὴ αὕτη ἡ δεικτικὴ λέξις ὡς ἐκ τῆς σημασίας
της χρησιμεύει ὡς σύνδεσμος τῶν ἑπομένων μὲ τὰ προηγούμενα ἢ τῶν προηγουμένων
μὲ τὰ ἑπόμενα:
Τοῦ
δὲ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν· μνηστευθείσης γὰρ τῆς μητρὸς
αὐτοῦ Μαρίας τῷ ᾿Ιωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα
ἐκ Πνεύματος ῾Αγίου· ᾿Ιωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν
παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν. (πρβλ. §45, 2).
2)
συνδέονται κατὰ παράταξιν, ἤτοι μὲ παρατακτικοὺς συνδέσμους· (πρβλ.
ἔφαγε καὶ ἐκοιμήθη, ἔφαγε πολὺ καὶ ἐκακοδιαθέτησε κλπ. Βλ. §5, 1).
Καὶ
ὁ δεύτερος οὗτος τρόπος συνδέσεως προτάσεων, ὁ κατὰ παράταξιν, εἶναι ἀρχαϊκός·
προῆλθε δὲ ἐκ τοῦ πρώτου, ἤτοι τοῦ ἀσυνδέτου, ἀφοῦ μερικαὶ λέξεις (ἐπιρρηματικαὶ
ἢ ἀντωνυμιακαὶ) σὺν τῷ χρόνῳ μετέβαλον τὴν σημασίαν αὐτῶν καὶ ἀπὸ
ἀνεξαρτήτων λέξεων μετέπεσαν εἰς ἁπλᾶ μόρια συνδετικὰ προτάσεων ἢ ἁπλῶν ὅρων
μιᾶς προτάσεως. Οὕτω π.χ. ἡ λέξις καὶ ἀρχῆθεν ἦτο ἐπίρρημα μὲ τὴν
σημασίαν τοῦ προσέτι, ἐπίσης, καὶ φράσεις οἶαι π.χ. παίζει καὶ ᾄδει - ἢ
- οὐρανὸς καὶ γῆ, ἀρχῆθεν ἐσήμαινον παίζει, προσέτι ᾄδει - ὁ
οὐρανὸς, προσέτι ἡ γῆ.
3)
συνδέονται καθ’ ὑπόταξιν, ἤτοι μὲ ὑποτακτικοὺς συνδέσμους (εἰδικούς,
αἰτιολογικούς, κλπ.) ἢ μὲ ἀναφορικὰς λέξεις. Διὰ τῆς τοιαύτης συνδέσεως τῶν
προτάσεων ἐκφράζεται ἡ ἐσωτερική, ἤτοι ἡ λογικὴ σχέσις αὐτῶν, δηλαδὴ δηλοῦται
ποία ἐκ τῶν δύο προτάσεων ἐκφράζει τὸ κύριον νόημα καὶ ποία τὸ δευτερεῦον,
συγχρόνως δὲ ποία ἡ σχέσις τοῦ νοήματος τῆς δευτερευούσης προτάσεως πρὸς τὸ
νόημα τῆς κυρίας· (πρβλ. ἀφοῦ ἔφαγε, ἐκοιμήθη - ἐπειδὴ ἔφαγε πολύ,
ἐκακοδιαθέτησε κλπ. Βλ. §5, 2).
῾Η
καθ’ ὑπόταξιν σύνδεσις τῶν προτάσεων, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται πρὸ πάντων εἰς
τὸν γραπτὸν λόγον, ὅπου ἐπιδιώκεται κατὰ τὸ δυνατὸν μεγίστη ἀκρίβεια τῆς
διατυπώσεως τῶν νοημάτων, προῆλθεν ἄλλοτε ἐκ τῆς συνδέσεως τῶν προτάσεων κατὰ
τὸ ἀσύνδετον σχῆμα καὶ ἄλλοτε ἐκ τῆς συνδέσεως τῶν προτάσεων κατὰ παράταξιν.
Ἠδύνατο
δὲ νὰ προέλθῃ ἐκ τῆς κατὰ παράταξιν συνδέσεως τῶν προτάσεων ἡ καθ’ ὑπόταξιν
σύνδεσις, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ ἑτέρα ἐκ τῶν συνδεομένων προτάσεων (ἡ δευτερεύουσα)
ἔχει χάσει πλέον τὴν αὐτοτέλειάν της καὶ χρησιμεύει ὡς προσδιορισμὸς τῆς ἑτέρας
(τῆς κυρίας), ἕνεκα τοῦ ἑξῆς λόγου. Καὶ κατὰ τὴν κατὰ παράταξιν σύνδεσιν δύο
προτάσεων ὁ λέγων ἔχει βέβαια συνείδησιν τῆς ἐσωτερικῆς, ἤτοι τῆς λογικῆς
σχέσεως τῶν νοημάτων τῶν παρατασσομένων προτάσεων, καὶ συνήθως δηλοῖ ταύτην διὰ
τῆς πρὸς ἀλλήλας θέσεως τῶν προτάσεων ἢ διὰ τοῦ τόνου τῆς φωνῆς. (Ἔφαγε,
ἐκοιμήθη - ἔφαγε καὶ ἐκοιμήθη = ἀφοῦ ἔφαγε, ἐκοιμήθη. ῎Εφαγε πολύ,
ἐκακοδιαθέτησε - ἔφαγε πολὺ καὶ ἐκακοδιαθέτησε = ἐπειδὴ ἔφαγε πολύ,
ἐκακοδιαθέτησε). Ἀλλὰ κατὰ τὴν τοιαύτην ἀρχικὴν σύνδεσιν ἦτο δυνατὸν κάποια
λέξις τῆς μιᾶς ἐκ τῶν παρατασσομένων προτάσεων, ἐκείνης ἡ ὁποία περιέχει τὸ
δευτερεῦον νόημα, (ἤτοι κάποιο ἐπίρρημα ἢ κάποια ἀντωνυμία), ἰδιαιτέρως πως
τονιζομένη, νὰ νομισθῇ ὅτι αὐτὴ τρόπον τινὰ εἶναι ὁ συνδετικὸς κρίκος τῶν δύο
παρατασσομένων προτάσεων καὶ ὅτι αὐτὴ εἰσάγει τὴν ἑτέραν ἐξ αὐτῶν καὶ δηλοῖ τὴν
λογικὴν σχέσιν, ἡ ὁποία ὑπάρχει μεταξὺ αὐτῶν. Οὕτω π.χ. ἡ λέξις ὥστε
ἀρχῆθεν εἶχε δεικτικὴν σημασίαν ( ὥς τε = καὶ οὕτω, καὶ ἔτσι). Ἀλλ’ αὕτη εἰς
σύμπλεγμα δύο προτάσεων, ὡς π.χ. ἔπεσε χιὼν πολλή, ὥς τε ἐκαλύφθη πᾶν τὸ
πεδίον: (=ἔπεσε χιὼν πολλὴ καὶ οὕτω ἐκαλύφθη κλπ.), εὔκολον ἦτο νὰ νομισθῇ ὅτι
ἐκφράζει τὴν λογικὴν σχέσιν τῆς δευτέρας πρὸς τὴν πρώτην καὶ νὰ ἐκληφθῇ ὡς σύνδεσμος
ἀποτελεσματικὸς (ὥστε). ῾Ομοίως τὸ μόριον εἰ ἀρχῆθεν ἦτο ἐπίρρημα
δεικτικὸν (=ἔτσι, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, τότε), ὡς τοιοῦτον δὲ ἐλαμβάνετο
κανονικῶς μὲ τὸ (βεβαιωτικὸν) γὰρ ὡς εἰσαγωγικὸν εὐχῆς· ( εἰ
γὰρ ἐγὼ ὡς εἴην ἀθάνατος καὶ ἀγήραος κτλ. = μακάρι ἀλήθεια ἐγὼ νὰ
ἤμουν κτλ. ῞Ομ. Θ 583· πρβλ. προσέτι τὰ ἐκ τοῦ εἰ καὶ αἰ
προελθόντα εὐχετικὰ μόρια, εἴθε, αἴθε καὶ φράσεις τῆς νέας
γλώσσης, ὡς π.χ. ῎Ετσι νὰ ζήσῃς, πήγαινε νὰ ἰδῇς, ποῦ εἶναι τὸ παιδί). Ἀλλὰ εἰς
ἓν σύμπλεγμα προτάσεων, ὁποῖον π.χ. ῞Ομ. υ, 236 αἰ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε,
ἔπος τελέσειε Κρονίων· γνοίης χ’ (=γνοίης κε) οἵη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες
ἕπονται (=εἴθε βέβαια, ξένε, νὰ ἐκτελέσῃ αὐτὸν τὸν λόγον σου ὁ υἱὸς τοῦ Κρόνου·
τότε θὰ γνώριζες κτλ.), ἦτο εὔκολον τὸ μόριον αἰ (=εἰ), τὸ ὁποῖον
εἰσάγει τὴν πρώτην, τὴν εὐχετικὴν πρότασιν, νὰ νομισθῇ ὅτι εἰσάγει ὑπόθεσιν,
ἀφοῦ ἡ πρώτη αὕτη εὐχετικὴ πρότασις ἐν σχέσει πρὸς τὴν δευτέραν περιέχει
συγχρόνως τὴν περίπτωσιν, ὑπὸ τὴν ὁποίαν εἶναι δυνατὸν νὰ πραογματοποιηθῇ
ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον αὕτη ἐκφράζει. (Ἄν βέβαια, ξένε, ἤθελεν ἐκτελέσει αὐτὸν τὸν
λόγον σου ὁ υἱὸς τοῦ Κρόνου τότε θὰ γνώριζες κτλ.). Βλ. καὶ Ὅμ., Θ 369 κ. ἑ.
Α΄
Σύνδεσις προτάσεων κατὰ παράταξιν
1.
Συμπλεκτικοὶ σύνδεσμοι.
§125. α΄) Συμπλοκὴ
καταφατικὴ (καί, τέ). Καταφατικὴ συμπλοκὴ προτάσεων (ἢ ὅρων
προτάσεως) εἰς τὴν ἀρχαίαν γλῶσσαν γίνεται διὰ τοῦ καὶ (ὅπως εἰς τὴν
νέαν), καὶ διὰ τοῦ τὲ (=καί).
῾Ο
καὶ ἐν γένει χρησιμοποιεῖται εἰς τὴν ἀρχαίαν γλῶσσαν κατὰ τὸ πλεῖστον,
ὅπως καὶ εἰς τὴν νέαν. ῾Ο τὲ ὡς ἐγκλινομένη λέξις τίθεται πάντοτε
κατόπιν τῆς λέξεως, τὴν ὁποίαν συνδέει μὲ ἄλλην προηγουμένην· ἐὰν δὲ συνδέῃ
σύναρθρον ὄνομα, τότε κανονικῶς ὁ τὲ ἐγκλίνεται εἰς τὸ ἄρθρον. (Βλ.
παραδείγματα κατωτέρω).
῞Οταν
τὰ καταφατικῶς συμπλεκόμενα εἶναι δύο, εἰς τοὺς πεζοὺς συγγραφεῖς ἡ σύνδεσις
κανονικῶς γίνεται
1)
ὅπως εἰς τὴν νέαν γλῶσσαν, ἢ μὲ ἓν ἁπλοῦν καί, ὅταν ἡ σύνδεσις γίνεται
χωρὶς ἔμφασιν, ἢ μὲ δύο καὶ (καὶ-καί), ὅταν ἡ σύνδεσις γίνεται μὲ
ἔμφασιν:
Κύριον τὸν Θεόν
σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις (Κύριον τὸν Θεόν σου πρέπει νὰ
προσκυνήσῃς καὶ αὐτὸν μόνο νὰ λατρεύσῃς).
Θέατρον
ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις (ἐγίναμε θέαμα εἰς
τὸν κόσμον, εἰς τοὺς ἀγγέλους καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους).
Καὶ
τὸν δικηγόρον ἀπώλεσας καὶ Μοναχόν οὐκ ἐποίησας»!
2)
συνηθέστατα μὲ τὸ τὲ - καί, ὅταν ἡ σύνδεσις γίνεται μὲ ἔμφασιν, ὅπως καὶ
μὲ τὸ καὶ - καί :
Διαταξάμενός τε
τῷ ἑκατοντάρχῃ τηρεῖσθαι τὸν Παῦλον ἔχειν τε ἄνεσιν καὶ μηδένα
κωλύειν τῶν ἰδίων αὐτοῦ ὑπηρετεῖν ἢ προσέρχεσθαι αὐτῷ (διέταξε δὲ τὸν
ἑκατόνταρχον νὰ κρατῇ ὑπὸ ἐπιτήρησιν τὸν Παῦλον καὶ νὰ τοῦ παρέχῃ εὐκολίαν καὶ
νὰ μὴ ἐμποδίζῃ κανένα ἀπὸ τοὺς φίλους του νὰ τὸν ὑπηρετῇ ἢ νὰ τὸν
ἐπισκέπτεται).
Καταφατικὴ
δὲ συμπλοκὴ δύο προτάσεων ἢ δύο ὅρων προτάσεως μὲ ἓν ἁπλοῦν τὲ ἢ μὲ τὸ τὲ
- τὲ εἶναι συνήθης μὲν εἰς τοὺς ποιητάς, σπανία ὅμως εἰς τοὺς πεζοὺς
συγγραφεῖς:
Οὐκ ἐληλύθει πρὸς
αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, ἥ τε θάλασσα ἀνέμου μεγάλου πνέοντος διηγείρετο.
Προσεκληρώθησαν
τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, τῶν τε σεβομένων Ἑλλήνων πολὺ πλῆθος γυναικῶν τε
τῶν πρώτων οὐκ ὀλίγαι (προσεκολλήθησαν
εἰς τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν καὶ ἐπίσης μεγάλος ἀριθμὸς ἀπὸ θεοσεβεῖς Ἕλληνας
καὶ πολλὰς γυναῖκας καλῆς κοινωνικῆς τάξεως).
Σημείωσις.
Μὲ τὸ καὶ συνδέεται πολλάκις πρότασις μὲ προηγουμένην πρότασιν, ἡ ὁποία
ἔχει τὸ ἅμα, ἢ ἅμα τε, εὐθὺς ἢ εὐθύς
τε, ἤδη ἢ ἤδη τε, οὔπω ἢ οὔπω
τε, σχεδὸν ἢ σχεδόν τε, ἢ τὴν φράσιν οὐκ
ἔφθην (-ης, -η κλπ.) μὲ μετοχήν, διὰ δὲ τῆς τοιαύτης συνδέσεως δηλοῦται
τὸ ὅλως σύγχρονον δύο πράξεων:
Ἐπειτα ἡμεῖς οἱ
ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν
τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα (ἔπειτα ἐμεῖς ὅσοι
ζοῦμε, οἱ ὁποῖοι ἀπομένομεν, θὰ ἁρπαχθοῦμε μαζὶ μὲ αὐτοὺς μέσα σὲ νεφέλες πρὸς
προϋπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς τὸν ἀέρα καὶ ἔτσι θὰ εἴμεθα πάντοτε μὲ τὸν Κύριον).
Βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς
ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί (ὅταν ὁ Ἰησοῦς
ἐβαπτίσθηκε, ἀμέσως ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ ἰδού, ἄνοιξαν οἱ οὐρανοὶ).
Ἀπὸ δὲ τῆς συκῆς
μάθετε τὴν παραβολήν. ὅταν ἤδη ὁ κλάδος αὐτῆς γένηται ἁπαλὸς καὶ
τὰ φύλλα ἐκφύῃ, γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρος (ἀπὸ τὴν συκιὰ θὰ καταλάβετε τὴν παραβολήν.
Ὅταν ὁ κλάδος της γίνῃ ἤδη ἁπαλὸς καὶ βλαστήσουν τὰ φύλλα, καταλαβαίνετε ὅτι
πλησιάζει τὸ καλοκαίρι).
§126. Σημασία τοῦ καὶ
1)
Ἀρχῆθεν τὸ καὶ ἦτο ἐπίρρημα μὲ τὴν σημασίαν τοῦ προσέτι, ἐπίσης
(προσθετικὸς καὶ ):
Πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ
ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ
οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ
τὴν Ἀσίαν;
(πῶς συμβαίνει λοιπὸν νὰ τοὺς ἀκοῦμε ὁ καθένας μας εἰς τὴν δικήν μας μητρικὴν
γλῶσσαν; Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται καὶ οἱ κατοικοῦντες τῆν Μεσοποταμίαν καὶ
τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Καππαδοκίαν, τὸν Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν).
᾽Εκ
ταύτης τῆς ἀρχικῆς σημασίας προῆλθον πᾶσαι αἱ ἄλλα σημασίαι τοῦ καί.
2)
῾Ο καὶ εἶναι ἐπιδοτικὸς εἴτε πρὸς κάτι τι τὸ μεῖζον εἴτε πρὸς
κάτι τι τὸ ἔλασσον (=ἀκόμη καί, ἔστω καί):
Ἀνάγκᾳ
καὶ θεοὶ πείθονται (στὴν
ἀνάγκη ἀκόμη καὶ οἱ θεοὶ ὑπακοῦν).
Λέγει αὐτῷ Σίμων
Πέτρος· Κύριε, μὴ τοὺς πόδας μου μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν
κεφαλήν (ὁ
Σίμων Πέτρος τοῦ λέγει, «Κύριε, ὄχι μόνον τὰ πόδια ἀλλὰ καὶ τὰ χέρια καὶ τὸ
κεφάλι»).
Καὶ
τριχὸς ἄξιον (=ποὺ ν’ ἀξίζῃ ἔστω καὶ μιὰ τρίχα).
3)
῾Ο καὶ εἶναι ἐναντιωματικὸς (=ἂν καί, μολονότι), ὡς τοιοῦτος δὲ
συντάσσεται κανονικῶς μὲ μετοχὴν (ὅπως καὶ τὸ καίπερ ):
Σὺ
ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες καὶ παραπεσόντας ἀνέστησας
πάλιν.
4)
Ὁ καὶ εἶναι μεταβατικός, ἤτοι τίθεται εἰς τὴν ἀρχὴν περιόδου ἢ
κώλου περιόδου, ἁπλῶς ἵνα ὁ λόγος μεταβῇ ἀπὸ τὰ προηγούμενα εἰς τὰ ἑπόμενα,
(ὅπως συνήθως καὶ ὁ σύνδεσμος δέ ):
Καὶ
εἶπεν ὁ Θεός: «γενηθήτω φῶς», καὶ ἐγένετο φῶς· καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι
καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους· καὶ
ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα· καὶ ἐγένετο ἑσπέρα
καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία.
Ὁ
μεταβατικὸς καὶ πολλάκις εἰσάγει κάτι, τὸ ὁποῖον χρησιμεύει ὡς
παράδειγμα ἐπιβεβαιωτικὸν τῶν προηγουμένων ἢ τὸ ὁποῖον εἶναι ἐπακολούθημα τῶν
προηγουμένων:
Ἦν
ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἐξείλετο αὐτὸν ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτοῦ· καὶ
ἔδωκεν αὐτῷ χάριν καὶ σοφίαν ἐναντίον Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου (ὁ Θεὸς ἦτο μαζί
του καὶ τὸν ἔσωσε ἀπὸ ὅλες τὶς θλίψεις του καὶ τοῦ ἔδωκε χάριν καὶ σοφίαν
ἐνώπιον τοῦ Φαραώ, τοῦ βασιλέως τῆς Αἰγύπτου).
καὶ ἐκτείνας τὴν
χεῖραν ἥψατο αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς λέγων· θέλω, καθαρίσθητι· καὶ εὐθέως ἐκαθαρίσθη
αὐτοῦ ἡ λέπρα
(καὶ ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν ἄγγιξε καὶ εἶπε, «Θέλω, καθαρίσου». Καὶ
ἀμέσως ἐκαθαρίσθηκε ἡ λέπρα του.
5)
Ὁ καὶ εἶναι συνδετικός. (Βλ. §124, 22 καὶ §125).
Σημείωσις.
Εἰς τὴν ᾀρχαίαν γλῶσσαν τίθεται πολλάκις ὁ καὶ κατόπιν λέξεως, ἠ ὁποία
δηλοῖ ἰσότητα ἢ ταυτότητα ἢ ὁμοιότητα, ἀντὶ νὰ τίθεται μετὰ τὴν τοιαύτην λέξιν
δοτικὴ πτῶσις ἢ μία φράσις κατάλληλος, ἡ ὁποία νὰ περιέχῃ δοτικὴν
προσδιοριστικὴν τῆς προηγουμένης λέξεως, ἡ ὁποία δηλοῖ ἰσότητα ἢ ταυτότητα ἢ
ὁμοιότητα (§35, 2, β΄):
Ἐν
τῷ ἱερῷ ἴσα καὶ ἱκέται ἐσμὲν (=ἴσα ἱκέταις = σὰν ἱκέται).
§127. β΄) Συμπλοκὴ
ἀποφατική. Εἰς μίαν ἀποφατικὴν συμπλοκὴν δυνατὸν νὰ ἀποφάσκεται,
ἤτοι νὰ ἐκφέρεται ἀποφατικῶς, τὸ ἕτερον μόνον ἐκ τῶν συμπλεκομένων μερῶν
(προτάσεων ἢ ὅρων προτάσεως), δυνατὸν δὲ νὰ ἀποφάσκωνται ἀμφότερα τὰ συμπλεκόμενα,
ἤτοι
1)
δυνατὸν νὰ συνδέεται πρότασις (ἢ ἔννοια) ἀποφατικὴ μὲ προηγουμένην πρότασιν (ἢ
ἐννοιαν) καταφατικήν. Τότε ἡ σύνδεσις γίνεται διὰ τοῦ καὶ οὔ, (καὶ
μή):
Ἦν διδάσκων αὐτοὺς
ὡς ἐξουσίαν ἔχων καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς (τοὺς ἐδίδασκε σὰν ἕνας ποὺ
ἔχει ἐξουσίαν, καὶ ὄχι ὅπως οἱ γραμματεῖς).
Ἄφετε τὰ παιδία καὶ
μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με (ἀφῆστε
τὰ παιδιὰ καὶ μὴν τὰ ἐμποδίζετε νὰ ἔλθουν σ’ ἐμέ).
2)
δυνατὸν νὰ συνδέεται πρότασις (ἢ ἔννοια) καταφατικὴ μὲ προηγουμένην πρότασιν (ἢ
ἔννοιαν) ἀποφατικήν. Τότε ἡ σύνδεσις γίνεται διὰ τοῦ (οὔτε - τε), (μήτε
- τε):
Μήτε δὲ ἡλίου μήτε ἄστρων ἐπιφαινόντων
ἐπὶ πλείονας ἡμέρας, χειμῶνός τε οὐκ ὀλίγου ἐπικειμένου, λοιπὸν περιῃρεῖτο
πᾶσα ἐλπὶς τοῦ σῴζεσθαι ἡμᾶς
(ἐπειδὴ δὲ οὔτε ἥλιος οὔτε ἄστρα ἐφαίνοντο ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας καὶ μιὰ φοβερὴ
θύελλα ἦτο ἐπάνω μας, εἶχε χαθῆ πλέον κάθε ἐλπίδα νὰ σωθοῦμε).
3)
δυνατὸν νὰ συνδέωνται δύο προτάσεις (ἢ ἔννοιαι), ἀμφότεραι ἀποφατικαί. Τότε ἡ
σύνδεσις γίνεται διὰ τοῦ οὔτε - οὔτε (μήτε - μήτε, οὔτε - μήτε, μήτε
- οὔτε):
Ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει
οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ᾿ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι (διότι κατὰ τὴν
ἀνάστασιν οὔτε νυμφεύονται οὔτε παντρεύονται, ἀλλὰ εἶναι ὅπως οἱ ἄγγελοι εἰς
τὸν οὐρανόν).
Σημείωσις
α΄. ᾽Αποφατικὴ πρότασις (ἢ ἔννοια), συνδέεται μὲ προηγουμένην ἀποφατικὴν
ὡσαύτως πρότασιν (ἢ ἔννοιαν) καὶ διὰ τοῦ οὐδὲ (μηδὲ
= οὔτε, μήτε), ὅταν τὸ δεύτερον τῶν συμπλεκομένων δὲν λαμβάνεται ὡς ἰσότιμον μὲ
τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὡς συμπλήρωμα αὐτοῦ:
Καταμάθετε τὰ κρῖνα
τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει (παρατηρήσατε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς
αὐξάνουν, οὔτε κοπιάζουν, οὔτε γνέθουν).
Τὸ
οὐδέ, μηδὲ λαμβάνεται καὶ ἐπιδοτικῶς (=οὔτε, οὔτε καί):
Πορνεία δὲ καὶ πᾶσα
ἀκαθαρσία ἢ πλεονεξία μηδὲ ὀνομαζέσθω ἐν ὑμῖν (πορνεία δὲ καὶ κάθε
ἀκαθαρσία ἢ πλεονεξία οὔτε καὶ νὰ ἀναφέρεται μεταξύ σας).
οὐδὲ εἶς, οὐδὲ μία
κλπ. (πρβλ. §126, 2).
Σημείωσις
β΄. Κατὰ τὰς ὡς ἄνω συμπλοκὰς ἀντὶ τοῦ οὐ, οὔτε, οὐδὲ
χρησιμοποιεῖται τὸ μή, μήτε, μηδέ, ὅταν τὸ συνδεόμενον δι’ αὐτῶν
εἶναι πρότασις ἐπιθυμίας (121, 2):
Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον
τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων (μὴν δίνετε τὸ ἅγιον
εἰς τὰ σκυλιὰ καὶ μὴν ρίχνετε ἐμπρὸς εἰς τοὺς χοίρους τὰ μαργαριτάρια σας).
§128. γ΄) Συμπλοκὴ
ἐπιδοτική. Οὕτω καλεῖται ἡ συμπλοκὴ δύο προτάσεων ἢ ὅρων μιᾶς προτάσεως, κατὰ
τὴν ὁποίαν τὸ δεύτερον τῶν συμπλεκομένων παρίσταται ὡς μεῖζον καὶ σπουδαιότερον
τοῦ πρώτου. Γίνεται δὲ ἡ τοιαύτη συμπλοκὴ
1)
μὲ τὸ οὐ μόνον ἢ μὴ μόνον ἢ οὐχ ὅτι ἢ
μὴ ὅτι - ἀλλὰ καί, ὅταν ἀμφότερα τὰ συμπλεκόμενα
καταφάσκωνται. (῞Οσον τὸ ἕν, τόσον καὶ τὸ ἄλλο):
Oὐ
μόνον
ἔλυε τὸ σάββατον, ἀλλὰ καὶ πατέρα ἴδιον ἔλεγε τὸν Θεόν (ὄχι μόνον
καταργοῦσε τὸ Σάββατον, ἀλλὰ καὶ ἔλεγε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας δικός του).
Κύριε,
μὴ τοὺς πόδας μου μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν
κεφαλήν (Κύριε, ὄχι μόνον τὰ πόδια ἀλλὰ καὶ τὰ χέρια καὶ τὸ κεφάλι).
Σημείωσις.
Εἰς τὰς τοιαύτας φράσεις τὸ μὲν οὐχ ὅτι προῆλθεν ἐξ ἀποσπάσεως ἐκ
τῆς πληρεστέρας φράσεως οὐ λέγω ὅτι ἢ οὐκ ἐρῶ ὅτι (δέν θέλω νὰ πῶ
ὅτι), τὸ δὲ μὴ ὅτι ἐξ ἀποσπάσεως ἐκ τῆς πληρεστέρας
φράσεως μὴ εἴπης ὅτι . (Μὴ εἴπῃς ὅτι θεὸς οὐ φιλεῖ τοὺς
ἀπιστοῦντας, ἀλλὰ καὶ ἄνθρωποι κλπ.).
2)
μὲ τὸ οὐχ ὅπως ἢ μὴ ὅπως ἢ μὴ ὅτι (ἢ
σπανίως, οὐχ ὅτι ) - ἀλλ’ οὐδὲ ἢ ἀλλὰ
μηδέ, ὅταν ἀμφότερα τὰ συμπλεκόμενα ἀποφάσκωνται˙ (ὄχι μόνον δὲν - ἀλλὰ
καὶ δέν· οὔτε τὸ ἓν οὔτε καὶ τὸ ἄλλο):
Οὐχ ὅπως τῆς κοινῆς ἐλευθερίας
μετέχομεν, ἀλλ’ οὐδὲ δουλείας μετρίας ἠξιώθημεν (=ὄχι μόνον δὲν
μετέχομεν, ἀλλ’ οὔτε...).
Σημείωσις.
Τὸ μὴ ὅτι καθὼς καὶ τὸ μὴ τί γε κατόπιν τοῦ
ἐπιδοτικοῦ οὐδὲ ἢ μηδὲ (§127, 3, Σημ.) ἢ ἄλλης
οἱασδήποτε ἀρνητικῆς ἐκφράσεως ἰσοδυναμεῖ πολλάκις μὲ τὴν φράσιν «πολὺ
περισσότερον» ἢ «πολὺ ὀλιγώτερον», ἀναλόγως τῆς ἐννοίας τῶν συμφραζομένων:
Ἄχρηστοι
(= οὐ χρήσιμοι ) καὶ γυναιξὶ μὴ ὅτι ἀνδράσιν (=πολὺ
περισσότερον εἰς ἄνδρας).
3)
μὲ τὸ οὐχ ὅπως - ἀλλὰ καὶ (ἢ σπανίως, ἀλλά
), ὅταν τὸ μὲν πρῶτον τῶν συμπλεκομένων ἀποφάσκεται, τὸ δὲ δεύτερον
καταφάσκεται (=ὄχι μόνον δὲν - ἀλλὰ καί):
Τῶν
Ἀθηναίων οἱ βοιωτιάζοντες ἐδίδασκον τὸν δῆμον, ὡς οἱ Λακεδαιμόνιοι οὐχ
ὅπως τιμωρήσαιντο, ἀλλὰ καὶ ἐπαινέσειαν τὸν
Σφοδρίαν (=ὅτι ὄχι μόνον δὲν θὰ ἐτιμωροῦσαν τὸν Σφοδρίαν, ἀλλὰ καὶ θὰ τὸν
ἐπαινοῦσαν).
2.
Ἀντιθετικοὶ σύνδεσμοι.
§129. Σύνδεσμοι τῆς ἀρχαίας
γλώσσης συνδέοντες ἀντιθετικῶς, συνήθως εἶναι οἱ ἐξῆς: μέν, δέ, ἀλλά, ἀτὰρ
(=ἀλλά), μέντοι (=ὅμως), μὴν (=ὅμως), ἀλλὰ μήν, καὶ μήν, οὐ μὴν
ἀλλὰ (=ἀλλ’ ὅμως), ὅμως (=συνήθως μὲ κάποιον ἐκ τῶν ἄλλων
ἀντιθετικῶν συνδέσμων, οἷον: ὅμως δέ, δ’ ὅμως, ἀλλ’ ὅμως, ὅμως μέντοι
κλπ.), καίτοι (=καὶ ὅμως, ἑν τούτοις). ᾽Εκ τούτων
1)
οἱ σύνδεσμοι μέν, δέ, μέντοι, μὴν δὲν τίθενται εἰς τὴν ἀρχὴν προτάσεως,
ἀλλὰ πάντοτε κατόπιν μιᾶς ἢ περισσοτέρων λέξεων αὐτῆς. (Βλ. τὰ κατωτέρω
παραδείγματα).
2)
μόνον ὁ μέν παρέχει ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἑπόμενα, πάντες δὲ οἱ ἄλλοι
παρέχουν ἀντίθεσιν πρὸς τὰ προηγούμενα.
3)
ὁ καίτοι συνδέει μόνον κῶλα περιόδου ἢ περιόδους, οὐχὶ δὲ καὶ
προτάσεις ἢ ὅρους προτάσεως ὅπως κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἦττον οἱ λοιποὶ ἀντιθετικοὶ
σύνδεσμοι· (βλ. κατωτέρω):
Ὃς
ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς εἴασε πάντα τὰ ἔθνη πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν 17
καίτοι γε οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν (16 Εἰς τὰς παρελθούσας
γενεάς ἄφησε ὅλα τὰ ἔθνη νὰ ἀκολουθοῦν τὸν δικόν τους δρόμον, 17 ἂν καὶ
(μολονότι) δὲν ἄφησε τὸν ἑαυτόν του χωρὶς μαρτυρίαν, διότι σᾶς εὐεργετοῦσε).
§130. Προτάσεις ἢ ὅροι μιᾶς
προτάσεως μὲ ἀντίθετον ἢ διάφορον περιεχόμενον συνήθως συνδέονται διὰ τοῦ μὲν
- δέ:
Ὁ
μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι (ὁ μὲν θερισμὸς εἶναι
πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι).
Ἦν
ἡδὺ μέν, κεφαλαλγὲς δὲ.
Ὅταν
ὅμως πρόκειται νὰ ἐκφρασθῇ ἰσχυροτέρα ἀντίθεσις τοῦ δευτέρου μέλους πρὸς τὸ
πρῶτον, τότε μετὰ τὸ μὲν ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ δὲ
ἀκολουθεῖ τὸ δ’ αὖ (=δὲ πάλιν, δὲ ἐξ ἄλλου), ἢ τὸ μέντοι
ἢ ἀλλὰ ἢ ὅμως δὲ ἢ ἀλλ’ ὅμως ἢ οὐ
μὴν ἤ οὐ μὴν ἀλλά :
Σὺ
μὲν γὰρ καλῶς εὐχαριστεῖς, ἀλλ᾿ ὁ ἕτερος οὐκ οἰκοδομεῖται (ἐσὺ
καλὰ εὐχαριστεῖς, ἀλλ’ ὁ ἄλλος δὲν οίκοδομεῖται).
§131. 1) ῾Ο μὲν
χρησιμοποιεῖται ἐνίοτε ἄνευ ἀνταποδόσεως, ἤτοι χωρὶς νὰ ἀκολουθῇ δέ,
κατά τινα βραχυλογίαν, ἡ δὲ παραλειπομένη ἀντίθεσις νοεῖται ἔξωθεν κατὰ τὰ
συμφραζόμενα· (σχῆμα ἀνανταπόδοτον). Τότε ὁ μὲν δύναται νὰ
ἀποδίδεται εἰς τὴν νέαν γλῶσσαν διὰ τῆς λέξεως τοὐλάχιστον:
Λέγεται
δὲ καὶ ὅδε ὁ λόγος, ἐμοὶ μὲν οὐ πιθανός· (ἐνν. ἄλλοις δὲ ἴσως
πιθανὸς).
Ἠθελήσαμεν
ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, ἐγὼ μὲν Παῦλος καὶ ἅπαξ καὶ δίς, καὶ ἐνέκοψεν ἡμᾶς ὁ
σατανᾶς (ἠθέλαμε νὰ ἔλθωμεν σ’ ἐσᾶς, ἐγὼ μὲν ὁ Παῦλος καὶ μιὰ καὶ δυὸ φορές,
ἀλλὰ μᾶς ἐμπόδισε ὁ Σατανᾶς).
Σημείωσις.
Δὲν ἀκολουθεῖ δὲ κατόπιν τοῦ μέν, καὶ ὅταν οὗτος
λαμβάνεται (μὲ τὴν ἀρχικήν του σημασίαν, ἤτοι) ὡς βεβαιωτικὸς (=ἀλήθεια,
βεβαίως):
Ὁ
δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Ἠλίας μὲν ἐλθὼν πρῶτον ἀποκαθιστᾷ πάντα
(Αὐτὸς δὲ τοὺς ἀπάντησε, «Μάλιστα, ὁ Ἠλίας ἀφοῦ ἔλθῃ πρῶτα, θὰ ἀποκαταστήσῃ
ὅλα).
Τοιαύτην
βεβαιωτικὴν σημασίαν ἔχει τὸ μὲν καὶ εἰς τὴν φράσιν πάνυ
μὲν οὖν (=βεβαιότατα) κ.τ.τ.
2)
Καὶ ὁ δὲ λαμβάνεται συνηθέστατα χωρὶς νὰ προηγῆται αὐτοῦ ὁ μέν.
Εἶναι δὲ τότε ὁ δέ:
α΄)
ἀντιθετικὸς σύνδεσμος (ὅμως):
Ἠκούσατε
ὅτι ἐῤῥέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ μοιχεύσεις. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ
βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸν ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ
αὐτοῦ («Ἔχετε ἀκούσει ὅτι εἶπαν εἰς τοὺς ἀρχαίους, «Μὴ μοιχεύσῃς». Ἐγὼ ὅμως
σᾶς λέγω, ὅτι κάθε ἄνθρωπος ποὺ βλέπει μία γυναῖκα καὶ τὴν ἐπιθυμεῖ, ἤδη
διέπραξε μὲ αὐτὴν μοιχείαν μέσα στὴν καρδιά του).
Ἐγὼ
δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ
κρίσει (Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέγω, ὅτι καθένας ποὺ ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ
ἀδελφοῦ του χωρὶς λόγον, πρέπει νὰ δικασθῇ).
β΄)
μεταβατικός, ἤτοι σύνδεσμος συνδέων ἁπλῶς κῶλον περιόδου ἢ περίοδον μὲ τὰ
προηγούμενα (πρβλ. καὶ, §126, 4):
Μετὰ
δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος Ἰεχονίας ἐγέννησε τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ
ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ (Μετὰ δὲ τὴν αἰχμαλωσίαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα ὁ Ἰεχονίας
ἐγέννησε τὸν Σαλαθιήλ, ὁ Σαλαθιὴλ ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ).
Σημείωσις.
῾Ως μεταβατικὸς σύνδεσμος χρησιμοποιεῖται ἐνίοτε καὶ ὁ μέντοι.
῞Οταν δὲ πρόκειται νὰ δηλωθῇ ὅτι ὁ λόγος μεταβαίνει εἰς κάτι νέον καὶ πολὺ
σπουδαιότερον τῶν προηγουμένων, χρησιμοποιεῖται ὡς μεταβατικὸς σύνδεσμος τὸ ἀλλὰ
μὴν (=προσέτι δέ, ἐκτὸς δὲ τούτου) ἢ τὸ καὶ μήν, ἰδίως
εἰς ἀπαντήσεις ἢ παρατηρήσεις σχετικῶς μὲ τὰ ὑπὸ τοῦ ἄλλου λεχθέντα (=ἀλλ’
ὅμως, ἐν τούτοις):
Οὐδεὶς
μέντοι παῤῥησίᾳ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων (κανεὶς
ὅμως δὲν μιλοῦσε γι’ αὐτὸν δημοσίᾳ ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους).
Οὗτος
θρασὺς ἐστί, ἀλλὰ μὴν
ἀνδρεῖος (αὐτὸς εἶναι θρασύς, ἀλλὰ ὅμως γενναῖος).
Καὶ μὴν
οὐκ ἐνδέχεται φιλόπονον εἶναί τινα μεθυσκόμενον (=ἀλλ’ ὅμως…).
§132. Ὁ σύνδεσμος ἀλλὰ
λαμβάνεται συνήθως
1)
ὡς καθαρῶς ἀντιθετικὸς ἐπὶ ἰσχυρᾶς ἀντιθέσεως δύο τινῶν ὅλως ἀντιθέτων ἢ ὅλως
διαφόρων. Δι’ αὐτοῦ δὲ ἀντιτίθεται συνήθως κάτι καταφατικὸν πρὸς κάτι
προηγούμενον ἀποφατικὸν (οὐκ - ἀλλὰ ἢ μὴ - ἀλλὰ =
δὲν - ἀλλά, ὅχι - ἀλλά, μὴ - ἀλλά· σχῆμα κατ’ ἄρσιν καὶ θέσιν ):
Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ
μάχαιραν (δὲν ἦλθα νὰ βάλω εἰρήνην ἀλλὰ μαχαίρι).
Μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ
ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ (μὴν ἐπιτρέψῃς νὰ πέσωμε σὲ πειρασμόν, ἀλλὰ σῶσε μας
ἀπὸ τὸ πονηρό)
Σπανιώτερον
ὅμως ἀντιτίθεται διὰ τοῦ ἀλλὰ καὶ κάτι ἀποφατικὸν πρὸς κάτι
προηγούμενον καταφατικὸν ( ἀλλ’ οὐ ἢ ἀλλὰ μὴ = καὶ
ὄχι):
Παρὰ
ἀνθρώποις ἀδύνατον, ἀλλ᾿ οὐ παρὰ Θεῷ (διὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ εἶναι
ἀδύνατον ἀλλ’ ὄχι διὰ τὸν Θεόν).
Διάταξις, ἵν᾿ ἐάν τις τῶν ἀσεβῶν βίᾳ προσρίψῃ
χρήματα τοῖς ἱερεῦσιν, εἰς ξύλα καὶ ἀνθρακιὰν ἀναλώσωσι ταῦτα, ἀλλὰ μὴ
εἰς διατροφάς.
2)
ἁπλῶς ὡς περιοριστικός, ἤτοι πρὸς περιορισμὸν τοῦ προηγουμένου νοήματος, τὸ
ὁποῖον παρουσιάζεται κάπως εὐρὺ (ἀλλὰ = μόνον):
Ὅρα
μηδενὶ εἴπῃς, ἀλλὰ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ (κοίταξε, νὰ μὴν πῇς
τίποτε σὲ κανέναν, ἀλλὰ (μόνο) πήγαινε, δεῖξε τὸν ἑαυτόν σου στὸν ἱερέα).
Τοιαύτην
περιοριστικὴν σημασίαν ἔχει κανονικῶς ὁ ἀλλὰ κατόπιν ἀποφατικῆς
προτάσεως, ἡ ὁποία περιέχει τὴν λέξιν ἄλλος ἢ ἕτερος
(ἀλλὰ = παρὰ μόνον):
Ἐν
τῷ μέσῳ ἄλλη μὲν πόλις οὐδεμία οὔτε φιλία οὔτε ῾Ελληνίς, ἀλλὰ Θρᾷκες Βιθυνοὶ.
Ἀλλὰ
μὲ τὴν σημασίαν τοῦ παρὰ μόνον λαμβάνεται συνήθως κατόπιν ἀρνήσεως οὐχὶ
τὸ ἁπλοῦν ἀλλά, ἀλλὰ τὸ ἀλλ’ ἢ:
Μακάριος
ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ
καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν. ἀλλ᾿ ἤ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ
(Μακάριος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν περπάτησε σὲ θέλημα ἀσεβῶν, καὶ σὲ δρόμο
ἁμαρτωλῶν δὲν στάθηκε, καὶ σὲ καθέδρα χλευαστῶν δὲν κάθησε· ἀλλά (ἀλλ' ἐξ
ἀντιθέτου), στὸν νόμο τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ θέλημά του).
Προῆλθε
δὲ ἡ φράσις αὕτη (ἀλλ’ ἢ) ἐκ συμφύρσεως δύο προτάσεων, ἤτοι ἐκ φράσεων
οἷαι π.χ οὐδὲν ἄλλο ἔπραξε, ἀλλὰ τοῦτο -καὶ- οὐδὲν ἄλλο
ἔπραξεν ἢ τοῦτο, προῆλθεν ἔπειτα ἡ φράσις οὐδὲν ἄλλο
ἔπραξε ἀλλ’ ἢ τοῦτο.
Σημείωσις
α΄. Ποικίλη εἶναι ἡ χρῆσις καὶ ποικίλαι αἱ σημασίαι τοῦ συνδέσμου ἀλλὰ.
Οὕτω πρὸς τοῖς ἄλλοις ὁ ἀλλὰ λαμβάνεται:
1)
εἰς τὴν ἀρχὴν περιόδου, ἰδίᾳ κατόπιν ἀρνητικῆς ἢ ἐρωτηματικῆς προτάσεως, μὲ τὴν
σημασίαν τοῦ ἀπεναντίας:
Οὐχὶ
πέντε στρουθία πωλεῖται ἀσσαρίων δύο; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐκ ἔστιν ἐπιλελησμένον
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ἀλλὰ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ὑμῶν πᾶσαι ἠρίθμηνται
(δὲν πωλοῦνται πέντε σπουργίτια δύο δεκάρες; Καὶ ὅμως κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲν εἶναι
λησμονημένο ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἀπεναντίας, ὅσον ἀφορᾷ ἐσᾶς, καὶ αἱ τρίχες τῆς
κεφαλῆς σας εἶναι ὅλες μετρημένες.
2)
μετὰ ῥήματος προστακτικῆς ἐγκλίσεως ἐπὶ ἐντόνου προσταγῆς ἢ ἐντόνου προτροπῆς (
ἀλλὰ = ἐμπρὸς λοιπόν, λοιπόν):
Ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς
μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν
ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. (πηγαίνετε, λοιπόν, καὶ πέστε εἰς τοὺς μαθητάς του
καὶ εἰς τὸν Πέτρον, «Πηγαίνει πρὶν ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ θὰ τὸν
ἰδῆτε, καθὼς σᾶς εἶπε»).
3)
μετὰ πρότασιν ἰδίᾳ ὑποθετικὴν ἢ αἰτιολογικὴν μὲ τὴν σημασίαν τοῦ τοὐλάχιστον:
Εἰ
τοίνυν οὕτω γιγνώσκεις, ὦ παῖ, ἀλλὰ
κρέα γε εὐωχοῦ (=τοὐλάχιστον τρῶγε ἄφθονα κρέατα).
Σημείωσις
β΄. ῾Η φράσις οὐ μὴν ἀλλὰ (=ἀλλ’ ὅμως, ἐν τούτοις) εἶναι βραχυλογικὴ καὶ
προῆλθεν ἐκ παραλείψεως μετὰ τὸ οὐ μὴν κάποιου ῥήματος, τὸ ὁποῖον
ὑπάρχει εἰς τὰ προηγούμενα ἢ νοεῖται ἔξωθεν:
Ἀνάδοχος
ἤ κοινῶς νουνός καλεῖται ὁ ὁδηγῶν (ἀνήρ ἤ γυνή) τινά πρός τό βάπτισμα καί
ἀναδεχόμενος ἐκεῖνον ἐξ αὐτοῦ (τοῦ βαπτίσματος), οὐ μήν ἀλλά καί
ἀναλαμβάνων ὑπεύθυνως τήν χριστιανοπρεπῆ ἀνατροφή τοῦ βαπτισθέντος.
Καθ’
ὅμοιον τρόπον παρήχθησαν καὶ αἱ φράσεις οὐ μέντοι ἀλλὰ - καὶ - οὐ γὰρ
ἀλλὰ.
Σημείωσις
γ΄. Οἱ λοιποὶ ἀντιθετικοὶ σύνδεσμοι μέν, μήν, μέντοι (=μέν τοι), καίτοι
(καί τοι) ἀρχῆθεν εἶναι μόρια βεβαιωτικὰ (=ἀλήθεια, βέβαια κλπ. Βλ. §124, 2).
3.
Διαζευκτικοὶ σύνδεσμοι
§133. Σύνδεσμοι τῆς ἀρχαίας
γλώσσης συνδέοντες διαζευκτικῶς εἶναι ὁ ἢ καὶ ὁ εἴτε
καὶ ὁ ἤτοι, ἐάντε ἄντε, ἤντε.
1)
῾Ο διαζευκτικὸς ἢ εἰς τὴν ἀρχαίαν γλῶσσαν χρησιμοποιεῖται ὁμοίως,
ὅπως εἰς τὴν νέαν, ἤτοι ὅταν μὲν ἡ διάζευξις γίνεται χωρὶς, ἔμφασιν, τίθεται
ἅπαξ μεταξὺ τῶν διαζευγνυομένων μελῶν, ὅταν δὲ ἡ διάζευξις γίνεται μὲ ἔμφασιν,
τίθεται πρὸ ἑνὸς ἑκάστου τῶν διαζευγνυομένων μελῶν. Κατὰ τὴν δευτέραν ταύτην
περίπτωσιν ἀντὶ τοῦ ἢ - ἢ τίθεται προσέτι ἤτοι
- ἢ ἢ ἢ - ἢ καί
Εὐκοπώτερον
δέ ἐστι τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν παρελθεῖν ἢ τοῦ νόμου μίαν κεραίαν
πεσεῖν (εἶναι εὐκολώτερον νὰ παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρὰ νὰ πέσῃ μία γραμμὴ
τοῦ νόμου).
Ἢ
λέγε
τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε.
Οὐδεὶς
δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον
ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει (κανεὶς δὲν
μπορεῖ νὰ δουλεύῃ δύο κυρίους, διότι ἢ τὸν ἕνα θὰ μισήσῃ καὶ τὸν ἄλλο θὰ
ἀγαπήσῃ, ἢ εἰς τὸν ἕνα θὰ προσκολληθῇ καὶ τὸν ἄλλον θὰ καταφρονήσῃ).
Οὐκ
οἴδατε ὅτι ᾧ παριστάνετε ἑαυτοὺς δούλους εἰς ὑπακοήν, δοῦλοί ἐστε ᾧ ὑπακούετε, ἤτοι
ἁμαρτίας εἰς θάνατον ἢ ὑπακοῆς εἰς δικαιοσύνην; (δὲν ξέρετε ὅτι ὅταν
προσφέρετε τοὺς ἑαυτούς σας δούλους σὲ κάποιον διὰ νὰ τὸν ὑπακούετε, εἶσθε
δοῦλοι ἐκείνου ποὺ ὑπακούετε, ἢ δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας ποὺ καταλήγει εἰς θάνατον ἢ
τῆς ὑπακοῆς ποὺ φέρει δικαίωσιν;).
Τὰ
διαζευγνυόμενα δύνανται νὰ εἶναι καὶ περισσότερα τῶν δύο:
Πᾶς
ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα
ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου,
ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει (καθένας ποὺ ἀφῆκε
σπίτια ἢ ἀδελφούς ἢ ἀδελφές ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιά ἢ χωράφια διὰ
τὸ ὄνομά μου, θὰ πάρῃ ἑκατὸ φορὲς περισσότερα καὶ θὰ κληρονομήσῃ ζωὴν αἰώνιον.
Σημείωσις.
Τὸ μόριον ἢ χρησιμοποιεῖται εἰς τὴν ἀρχαίαν γλῶσσαν, ὅπως καὶ εἰς
τὴν νέαν, προσέτι
α)
εἰς ἐπανόρθωσιν προηγουμένως λεχθέντος (ἐπανορθωτικὸς ἤ):
Ἐροῦ
δὲ τὴν κυναγὸν Ἄρτεμιν τίνος ποινὰς τὰ πολλὰ πνεύματ’ ἔσχ’ ἐν Αὐλίδι· ἢ ’γὼ
φράσω; (ρώτα τὴν Ἄρτεμη, ποὺ κυνηγᾶ, γιὰ ποιανοῦ ποινὲς ἔστειλε πολλοὺς ἀνέμους
στὴν Αὐλίδα· ἢ μήπως νὰ πῶ ἐγώ;).
β)
εἰς διασάφησιν προηγουμένης ἐρωτήσεως, ἡ ὁποία παρίσταται γενικὴ πως καὶ
ἀόριστος (διασαφητικὸς ἢ):
Τί
γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ;
ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; (διότι τί ἔχει νὰ
ὠφεληθῇ ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν κερδίσῃ τὸν κόσμον ὅλον, ζημιωθῇ δὲ τὴν ψυχήν του; Ἢ τὶ
εἶναι δυνατὸν νὰ δώσῃ ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς του;).
γ)
μὲ τὴν σημασίαν τοῦ ἄλλως, εἰ δ’ ἄλλως, ἐν ἐναντίᾳ δὲ
περίπτώσει :
Οὐκ
ἔξεστιν αὐτῷ εἰς τὸ ἱερὸν εἰσιέναι, ἢ ἀποθανεῖται.
2)
Διὰ τοῦ εἴτε - εἴτε, (ἐάντε - ἐάντε, ἄντε - ἄντε, ἤντε - ἤντε)
συνδέονται διαζευκτικῶς δύο τινά, ὅταν πρόκειται νὰ δηλωθῇ ἀδιαφορία τοῦ
λέγοντος ὡς πρὸς τὴν ἐκλογὴν τῶν διαζευγνυομένων:
Ὑποτάγητε
οὖν πάσῃ ἀνθρωπίνῃ κτίσει διὰ τὸν Κύριον, εἴτε βασιλεῖ, ὡς ὑπερέχοντι, εἴτε
ἡγεμόσιν, ὡς δι᾿ αὐτοῦ πεμπομένοις εἰς ἐκδίκησιν μὲν κακοποιῶν, ἔπαινον δὲ
ἀγαθοποιῶν (ὑποταχθῆτε λοιπόν, σὲ κάθε ἀνθρώπινην ἐξουσίαν χάριν τοῦ Κυρίου,
εἴτε πρόκειται διὰ τὸν βασιλέα, ὡς τὸν ἀνώτατον ἄρχοντα, εἴτε διὰ διοικητάς, ὡς
ἀπεσταλμένους ἀπ’ αὐτὸν διὰ τὴν τιμωρίαν ἐκείνων ποὺ κάνουν τὸ κακὸν καὶ διὰ
τὸν ἔπαινον ἐκείνων ποὺ κάνουν τὸ καλόν).
(Βλ.
καὶ ὑποθετικὰς προτάσεις).
4.
Αἰτιολογικοὶ (παρατακτικοὶ) σύνδεσμοι
§134. 1) Κανονικῶς
λαμβάνεται ὡς παρατακτικὸς αἰτιολογικὸς σύνδεσμος ὁ γὰρ (=διότι),
σπανίως δὲ ὁ ὡς (=διότι) καὶ ὁ ἐπεὶ (=καθόσον). Συνδέουν
δὲ οὗτοι πάντοτε κῶλα περιόδων ἢ περιόδους (§124, 2):
Τέξεται
δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν
αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν (θὰ γεννήσῃ δὲ υἱὸν, τὸν ὁποῖον θὰ ὀνομάσῃς
Ἰησοῦν, διότι αὐτὸς θὰ σώσῃ τὸν λαόν του ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας του).
Μηδενὶ
συμφορὰν ὀνειδίσῃς˙ κοινὴ γὰρ
ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον.
Οὐδ᾿
ἵνα πολλάκις προσφέρῃ ἑαυτόν, ὥσπερ ὁ ἀρχιερεὺς εἰσέρχεται εἰς τὰ Ἄγια κατ᾿
ἐνιαυτὸν ἐν αἵματι ἀλλοτρίῳ· ἐπεὶ ἔδει αὐτὸν πολλάκις παθεῖν ἀπὸ
καταβολῆς κόσμου (οὔτε ἐμπῆκε διὰ νὰ προσφέρῃ τὸν ἑαυτόν του θυσίαν πολλὲς
φορές, καθὼς ὁ ἀρχιερεὺς ὁ ὁποῖος μπαίνει εἰς τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων κάθε χρόνο μὲ
προσφορὰν αἵματος ποὺ δὲν εἶναι δικό του, διότι τότε ἔπρεπε νὰ πάθῃ πολλὲς
φορὲς ἀφ’ ὅτου ἐδημιουργήθηκε ὁ κόσμος).
Μέγα
δὲ τὸ ὁμοῦ τραφῆναι · ἐπεὶ
καὶ τοῖς θηρίοις πόθος τις ἐγγίγνεται τῶν συντρόφων (=καθόσον καὶ εἰς τὰ θηρία
κλπ.).
2)
῾Ο γὰρ συντάσσεται ὁμοίως καὶ ὡς διασαφητικὸς σύνδεσμος, ἤτοι ὡς
σύνδεσμος εἰσάγων διασάφησιν ἢ ἐπεξήγησίν τινα τῶν προηγουμένων (διασαφητικὸς γὰρ
- δηλαδή):
Σημεῖον
δὲ μέγιστον· περὶ μὲν γὰρ ἄλλων πολλῶν καὶ παντοδαπῶν λέγειν τολμῶσιν οἱ
περὶ τὴν φιλοσοφίαν ὄντες, περὶ δὲ τῶν τοιούτων οὐδεὶς πώποτ’ αὐτῶν συγγράφειν
ἐπεχείρησεν (μεγάλο σημάδι εἶναι τοῦτο: αὐτοὶ δηλαδὴ ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴ
φιλοσοφία τολμοῦν νὰ μιλοῦν γιὰ πολλὰ καὶ παντοειδῆ, ὅμως σχετικὰ μὲ αὐτὰ
κανεὶς μέχρι τώρα δὲν ἐπιχείρησε νὰ γράψει.
Οὕτω
κανονικῶς χρησιμοποιεῖται ὁ γὰρ κατόπιν δεικτικῶν λέξεων ἢ τῶν
φράσεων σημεῖον δέ, τεκμήριον δέ, τὸ μέγιστον κτλ. (§23).
Σημείωσις.
Πρὸ τοῦ αἰτιολογικοῦ γὰρ προτάσσεται πολλάκις ὁ ἐπιδοτικὸς καὶ
(ἐπὶ ἀρνήσεως τὸ ἐπιδοτικὸν οὐδέ) ἀνήκει δὲ οὗτος ὁ καὶ ἢ
εἰς τὴν μετὰ τὸ γὰρ λέξιν (καὶ τότε τὸ καὶ γὰρ = διότι καὶ) ἢ εἰς
ὅλην τὴν πρότασιν, ἡ ὁποία εἰσάγεται διὰ τοῦ γὰρ (καὶ τότε τὸ καὶ γὰρ
= καὶ μάλιστα). ᾽Ενίοτε λέγεται προσέτι καὶ γὰρ καί:
Καὶ
γὰρ
ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας (διότι καὶ ἐγώ, ποὺ
εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν ἄλλων, ἔχω ὑπὸ τὰς διαταγάς μου
στρατιῶτες).
Καὶ
γὰρ
ἐστερέωσε τὴν οἰκουμένην, ἥτις οὐ σαλευθήσεται (διότι αὐτὸς ἐστερέωσε τὴν
οἰκουμένην, ἡ οποία δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ σαλευθῇ ἀπὸ τὴν θέσιν της).
Οὐδὲ
γὰρ οἱ
ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν (διότι οὔτε καὶ οἱ ἀδελφοί του δὲν ἐπίστευαν
εἰς αὐτόν).
Οὐδὲ
γὰρ ὁ
πατὴρ κρίνει οὐδένα, ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ υἱῷ (γιατὶ οὔτε δικάζει ὁ
Πατέρας κανένα, ἀλλὰ ὅλην τὴν κρίσιν ἔδωκε εἰς τὸν Υἱὸν).
§
135.
Πολλάκις ἡ πρότασις, ἡ ὁποία εἰσάγεται διὰ τοῦ γάρ, παρεμβάλλεται
μεταξὺ τῶν λέξεων τῆς αἰτιολογουμένης προτάσεως καὶ οὕτως ἀποτελεῖ τρόπον τινὰ
παρένθεσιν τοῦ λόγου, ὁ ὁποῖος διακόπτεται διὰ τῆς παρεμβαλλομένης προτάσεως.
Τότε ὁ γὰρ φαίνεται ὡσὰν νὰ συνδέῃ καθ’ ὑπόταξιν καὶ νὰ ἰσοδυναμῇ
πρὸς τὸν αἰτιολογικὸν σύνδεσμον ἐπεὶ ἢ ἐπειδή :
Ἰδὼν
αὐτοὺς βασανιζομένους ἐν τῷ ἐλαύνειν (ἦν γὰρ ὁ ἄνεμος ἐναντίος αὐτοῖς)
περὶ τετάρτην φυλακὴν τῆς νυκτὸς ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης
(καὶ ὅταν τοὺς εἶδε νὰ βασανίζωνται μὲ τὴν κωπηλασίαν, διότι ὁ ἄνεμος τοὺς ἦτο
ἀντίθετος, κατὰ τὴν τετάρτην νυχτερινὴ βάρδια, ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς περπατώντας
ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν).
Ξενοφῶν
λαβὼν βοῦν ὑφ’ ἁμάξης, οὐ γὰρ ἦν ἄλλα ἱερεῖα, σφαγιασάμενος
ἐβοήθει (= ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχαν ἄλλα κτλ.).
Ἀλλ’
εἰς τὰς τοιαύτας συντάξεις δύναται πολλάκις ὁ γὰρ νὰ ἀποδίδεται
καὶ μὲ τὴν ἀρχικήν του σημασίαν, ἤτοι μὲ τὸ βέβαια:
Καὶ
ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα
(καὶ ὅταν ἐσήκωσαν τὰ μάτια τους, βλέπουν ὅτι ὁ λίθος εἶχε κυλισθῆ. Ἦτο δὲ
πράγματι πάρα πολὺ μεγάλος).
Ὁ
δὲ Παῦλος ἔφη πρὸς αὐτούς· δείραντες ἡμᾶς δημοσίᾳ ἀκατακρίτους, ἀνθρώπους
Ῥωμαίους ὑπάρχοντας, ἔβαλον εἰς φυλακήν· καὶ νῦν λάθρᾳ ἡμᾶς ἐκβάλλουσιν; οὐ γάρ,
ἀλλὰ ἐλθόντες αὐτοὶ ἡμᾶς ἐξαγαγέτωσαν (ὁ Παῦλος ὅμως τοὺς εἶπε, «Μᾶς ἔδειραν
δημοσίᾳ, χωρὶς νὰ ἔχωμεν δικασθῇ, ἂν καὶ εἴμεθα πολῖται Ρωμαῖοι, μᾶς ἔριξαν εἰς
τὴν φυλακήν, καὶ τώρα θέλουν νὰ μᾶς βγάλουν ἔξω κρυφά; Ὄχι βέβαια! · ἂς ἔλθουν
οἱ ἴδιοι νὰ μᾶς βγάλουν».
ὑμεῖς
δὲ πρὸς ἅ ἐγώ τε φιλοτιμοῦμαι καὶ ἡ πόλις ἡμῶν αἰτιάζεται, ἴστε γὰρ αὐτὰ
ὥσπερ καὶ ἐγώ, συμβουλεύετε τὰ ἄριστα (= καὶ τὰ γνωρίζετε βέβαια αὐτὰ κτλ.).
Σημείωσις
α΄. ᾽Εκ τοιούτων συντάξεων προῆλθεν, ὥστε ἡ βραχυλογικὴ φράσις ἀλλ’ οὐ
γὰρ νὰ σημαίνῃ ἀλλ’ ὅμως:
Ἀλλ’ οὐ γάρ εἶχον Ἑλένην ἀποδοῦναι
(ἀλλ’ ὅμως δὲν τὴν ἔδιναν, γιατὶ δὲν εἶχαν τὴν Ἑλένη γιὰ νὰ τὴν δώσουν).
Σημείωσις
β΄. Τὸ γὰρ προῆλθε διὰ συνθέσεως ἐκ τοῦ ἐγκλιτικοῦ γὲ
καὶ τοῦ ἄρ (ἄρα), τὰ ὁποῖα ἀμφότερα δὲν τίθενται εἰς τὴν ἀρχὴν
προτάσεως. Διὰ τοῦτο καὶ τὸ γὰρ οὐδέποτε τίθεται εἰς τὴν ἀρχὴν
προτάσεως. Ἀρχικὴ δὲ σημασία αὐτοῦ εἶναι ἡ βεβαιωτική, τὴν ὁποίαν συνηθέστατα
ἔχει εἰς ἀπαντήσεις:
Τὸ
φιλομαθὲς καὶ φιλόσοφον ταὐτόν; ταὐτὸν γὰρ (= τὸ ἴδιο βέβαια).
᾽Εκ
τῆς βεβαιωτικῆς δὲ σημασίας προῆλθε κατόπιν ἡ αἰτιολογικὴ καὶ ἡ διασαφητική.
(Πρβλ. § 124, 2).
5.
Συμπερασματικοὶ σύνδεσμοι
§
136. 1)
Οἱ συμπερασματικοὶ σύνδεσμοι ἄρα, δή, οὖν, γοῦν, οὐκοῦν, οὔκουν,
τοίνυν, τοιγαροῦν, τοιγάρτοι καὶ ὥστε συνδέουν μὲ τὰ προηγούμενα
κῶλα περιόδων ἢ περιόδους.
2)
᾽Εκ τῶν συμπερασματικῶν συνδέσμων ὁ ἄρα, δή, οὖν, γοῦν καὶ τοίνυν
οὐδέποτε τίθενται εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς προτάσεως, ἀλλὰ πάντοτε μετὰ μίαν ἢ
περισσοτέρας λέξεις ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τῆς προτάσεως. (Βλ. κατωτέρω παραδείγματα καὶ
πρβλ. § 125, τε, § 129,2 καὶ § 135, Σημ. β΄).
§
137.
Οἱ σύνδεσμοι ἄρα, δή, οὖν καὶ τοίνυν ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸν
σύνδεσμον τῆς νέας γλώσσης λοιπὸν καὶ χρησιμοποιοῦνται, ὅπως ἐν γένει
χρησιμοποιεῖται εἰς τὴν νέαν γλῶσσαν τὸ λοιπόν. Εἰδικῶς δὲ περὶ ἑκάστου
αὐτῶν παρατηροῦμεν τὰ ἑξῆς:
1)
Ὁ σύνδεσμος ἄρα κανονικῶς εἰσάγει συμπέρασμα λογικόν, ἤτοι
συμπέρασμα, τὸ ὁποῖον προκύπτει ἐκ προηγουμένων κρίσεων ἢ ἐκ συλλογισμοῦ:
Τότε
ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν
σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; (τότε ἔλαβε τὸν λόγον ὁ Πέτρος καὶ τοῦ εἶπε,
«Νὰ, ἐμεῖς ποὺ ἀφήκαμε ὅλα καὶ σὲ ἀκολουθήσαμε· τὶ λοιπὸν θὰ ἀπολαύσωμεν;»).
Εἰ
εἰσὶ βωμοί, εἰσὶ καὶ θεοί· ἀλλὰ μὴν εἰσὶ βωμοί· εἰσὶν ἄρα καὶ θεοὶ.
Σημείωσις.
Τὸ μόριον ἄρα (ποιητικῶς καὶ ἄρ ἢ ῥὰ ) ἀρχῆθεν ἐλαμβάνετο,
ἵνα δηλώσῃ τὴν ἄμεσον ἀκολουθίαν καὶ στενὴν σχέσιν δύο ἐννοιῶν, ἤτοι ἐσήμαινεν εὐθὺς
κατόπιν, φυσικά, ἀκριβῶς:
Ὧς
εἰπὼν κατ’ ἄρ ἕζετο (=
ἀμέσως κατόπιν ἐκάθισε).
Πολλάκις
δὲ τὸ ἄρα λαμβάνεται μὲ τὴν σημασίαν τοῦ κατὰ τὰ φαινόμενα,
καθὼς φαίνεται ἐκ τῶν ὑστέρων, καθὼς βλέπω τώρα κ.τ.τ., ἤτοι, ἵνα
δηλωθῇ κρίσις τοῦ λέγοντος σύμφωνος πρὸς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα νῦν πράγματι
συμβαίνουν, ἀντίθετος δὲ πρὸς τους ἰσχυρισμοὺς ἑνὸς ἄλλου ἢ πρὸς προηγουμένην
πεπλανημένην γνώμην αὐτοῦ τοῦ λέγοντος:
Οὐ
περὶ τῆς ἐλευθερίας ἄρα
τῷ Μήδῳ ἀντέστησαν.
Εἰς
δὲ τὴν φράσιν εἰ μὴ ἄρα, ἡ ὁποία ἐκφράζει εἰρωνείαν, τὸ ἄρα
λαμβάνεται μὲ τὴν σημασίαν τοῦ ἴσως:
Πῶς
ἄν ὁ τοιοῦτος ἀνὴρ διαφθείροι τοὺς νέους; εἰ μὴ ἄρα ἡ τῆς ἀρετῆς ἐπιμέλεια διαφθορὰ ἐστιν (πῶς λοιπὸν
ἦταν δυνατὸν ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος νὰ διαφθείρει τοὺς νέους; ἐκτός πιὰ καὶ ἂν
θεωρεῖται διαφθορὰ ἡ φροντίδα γιὰ τὴν ἀρετή.
2)
Τοῦ δὴ καὶ τοῦ οὖν ὡς συμπερασματικῶν συνδέσμων ἡ
χρῆσις εἶναι ἐν γένει ἡ αὐτή, ἤτοι ταῦτα.
α)
εἰσάγουν κανονικῶς συμπέρασμα πραγματικόν, ἤτοι ἐπακολούθημα, τὸ ὁποῖον
προκύπτει ἐκ τῆς καταστάσεως τῶν πραγμάτων ἢ ἐκ τινος πραγματικοῦ γεγονότος (=
φυσικὰ, λοιπόν):
Ὁ
δὲ ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν σπαρείς, οὗτός ἐστιν ὁ τὸν λόγον ἀκούων καὶ συνιῶν· ὃς
δὴ καρποφορεῖ καὶ ποιεῖ ὃ μὲν ἑκατόν, ὃ δὲ ἑξήκοντα, ὃ δὲ τριάκοντα
(ἐκεῖνος δὲ ὁ σπόρος ποὺ ἐσπάρθηκε εἰς τὸ καλὸν ἔδαφος, αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος,
ποὺ ἀκούει τὸν λόγον καὶ τὸν κατανοεῖ· αυτός λοιπόν καρποφορεῖ καὶ ἀποδίδει ὁ
ἕνας ἑκατό, ἄλλος ἑξῆντα καὶ ἄλλος τριάντα φορὲς περισσότερον).
Ἐγὼ
ὅσους ἐὰν φιλῶ, ἐλέγχω καὶ παιδεύω· ζήλευε οὖν καὶ μετανόησον (Ἐγὼ ὅσους
ἀγαπῶ, τοὺς ἐλέγχω καὶ τοὺς παιδαγωγῶ. Δεῖξε λοιπὸν ζῆλον καὶ μετανόησε).
β)
χρησιμοποιοῦνται πρὸς ἀνακεφαλαίωσιν προλεχθέντων ἤ πρὸς ἀνάληψιν καὶ συνέχισιν
λόγου, ὁ ὁποῖος διακόπτεται μὲ κάποιαν παρεμβαλλομένην παρένθεσιν (πρβλ. §
135):
Πᾶσαι
οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραάμ ἕως Δαυΐδ γενεαὶ δεκατέσσαρες (ὅλαι λοιπὸν αἱ
γενεαὶ ἀπὸ τοῦ Ἀβραὰμ μέχρι τοῦ Δαυΐδ εἶναι γενεαὶ δεκατέσσερις).
Καὶ
ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ᾿ αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανὸν οἱ ἄγγελοι, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ
ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους· διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ (μόλις οἱ ἄγγελοι
τοὺς ἄφησαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν οὐρανόν, οἱ βοσκοὶ εἶπαν μεταξύ τους, «Ἂς πᾶμε
λοιπὸν ἕως τὴν Βηθλεὲμ).
Σημείωσις.
Τὸ γοῦν (τὸ ὁποῖον προῆλθεν ἐξ ἑνώσεως τοῦ οὖν μετὰ τοῦ
προηγουμένου γε = βεβαίως ἢ τοὐλάχιστον) σημαίνει ἀναλόγως τῆς ἐννοίας
τῶν συμφραζομένων: 1) βέβαια, 2) παραδείγματος χάριν καὶ 3) τοὐλάχιστον, ὁπωσδήποτε.
Αὐτὸς
γοῦν ὁ Θεὸς καθό ἐστιν, ἄῤῥητος ἅπασιν ὑπάρχει.
Ἵνα
γοῦν μη μόνος μένω, δίχα σοῦ τοῦ Ζωοδότου…
3)
Οὐκοῦν, οὔκουν. Ταῦτα προῆλθον ἐκ συνεκφορᾶς τοῦ οὐ καὶ
τοῦ οὖν. Καὶ τὸ μὲν οὐκοῦν εἰσάγει συμπέρασμα
καταφατικὸν (= λοιπόν), τὸ δὲ οὔκουν εἰσάγει συμπέρασμα
ἀποφατικὸν (= λοιπὸν δέν):
Εἶπεν
οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ; (τότε τοῦ εἶπε ὁ Πιλᾶτος,
«Εἶσαι λοιπὸν βασιλεύς;»).
Οὔκουν
μ’ ἐάσεις; (= λοιπὸν, δὲν θὰ μ’ ἀφήσῃς;).
4)
Τὸ τοίνυν (ἐκ τοῦ τοὶ = βεβαίως καὶ τοῦ νῦν - νὺν =
τώρα, λοιπὸν) εἰσάγει συμπέρασμα ὅπως τὸ δὴ καὶ τὸ οὖν,
ἀλλὰ μὲ ἀσθενέστερον τόνον:
Δείξατέ
μοι δηνάριον· τίνος ἔχει εἰκόνα καὶ ἐπιγραφήν; ἀποκριθέντες δὲ εἶπον· Καίσαρος.
ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἀπόδοτε τοίνυν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ
Θεῷ (δείξατέ μου ἕνα δηνάριον. Τίνος εἰκόνα καὶ ἐπιγραφὴν ἔχει;». Ἐκεῖνοι
ἀπεκρίθησαν, «Τοῦ Καίσαρος». Τότε αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Δῶστε λοιπὸν εἰς τὸν
Καίσαρα ὅσα ὀφείλονται εἰς τὸν Καίσαρα καὶ εἰς τὸν Θεὸν ὅσα ὀφείλονται εἰς τὸν
Θεόν»).
§
138. 1)
Τὸ τοιγαροῦν καὶ τὸ τοιγάρτοι εἰσάγουν συμπέρασμα,
τὸ ὁποῖον παρίσταται ὡς ἰσχυρὰ πεποίθησις τοῦ λέγοντος (= γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς
λοιπόν, γι’ αὐτὸ ἴσα - ἴσα):
Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον
ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν
εὐπερίστατον ἁμαρτίαν (ἑπομένως, ἀφοῦ ἔχομεν γύρω μας ἕνα τόσον μεγάλο σύννεφο
ἀπὸ μάρτυρας, ἂς ἀποτινάξωμεν κάθε βάρος καὶ τὴν ἁμαρτίαν, ἡ ὁποία εὔκολα μᾶς
ἐμπλέκει).
Ἕτερά
τε πρὸς τούτοις ἀποτελῶν, ἅπαντός ἐστιν ἐπέκεινα καὶ λόγου καὶ θαύματος. Τοιγάρτοι
καὶ ἔφασκεν· Εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ Πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοι. Εἰ δὲ ποιῶ,
κἂν ἐμοὶ μὴ πιστεύητε, τοῖς ἔργοις μου πιστεύετε.
2)
Τὸ ὥστε, ὅταν συνδέῃ κατὰ παράταξιν (περίοδον ἢ συνηθέστερον
κῶλον περιόδου), ἔχει τὴν σημασίαν τοῦ ἑπομένως, γι’ αὐτὸ λοιπόν,
ὥστε:
Καὶ
ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· ὥστε
οὐκέτι εἰσὶν δύο ἀλλὰ μία σάρξ (καὶ θὰ ἀποτελέσουν οἱ δύο μίαν σάρκα. Ὥστε δὲν
εἶναι πλέον δύο ἀλλὰ μία σάρκα).
Πόσῳ
οὖν διαφέρει ἄνθρωπος προβάτου; ὥστε ἔξεστι τοῖς σάββασι καλῶς ποιεῖν
(πόσο διαφέρει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ πρόβατον. Ὥστε, ἐπιτρέπεται νὰ εὐεργετῇ κανεὶς
τὰ Σάββατα»).
Καὶ
λέγετε· εἰ ἦμεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν, οὐκ ἂν ἦμεν κοινωνοὶ αὐτῶν ἐν
τῷ αἵματι τῶν προφητῶν. ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοί ἐστε τῶν
φονευσάντων τοὺς προφήτας (καὶ λέτε, «Ἐὰν ἐζούσαμε στὶς ἡμέρες τῶν πατέρων μας,
δὲ θὰ ἐλαμβάναμε μέρος εἰς τὸ αἷμα τῶν προφητῶν». Ὥστε σεῖς οἱ ἴδιοι μαρτυρεῖτε
ὅτι εἶσθε παιδιὰ ἐκείνων, ποὺ ἐσκότωσαν τοὺς προφήτας).
Β΄
Σύνδεσις προτάσεων καθ’ ὑπόταξιν
1.
Εἰδικαὶ προτάσεις
§
139.
Αἱ εἰδικαὶ προτάσεις εἰσάγονται μὲ τοὺς εἰδικοὺς συνδέσμους ὅτι
καὶ ὡς καὶ χρησιμεύουν
1)
ὡς συμπλήρωμα τῆς ἐννοίας (ἤτοι ὡς ἀντικείμενον) ῥημάτων λεκτικῶν (λέγειν,
ἀγγέλλειν, κτλ.) ἢ αἰσθητικῶν (αἰσθάνεσθαι, ὁρᾶν, ἀκούειν, κτλ.) ἢ γνωστικῶν
(γιγνώσκειν, εἰδέναι, κτλ.), ἢ ὡς ἐπεξήγησις ἀντωνυμίας οὐδετέρου γένους,
συνήθως δεικτικῆς (τοῦτο, ταῦτα - ὅ, § 23).
Λέγει
αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι
ἄνδρα οὐκ ἔχω.
Καὶ
εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν.
Εἰ
ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν.
Ἐν
γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν
ἀληθινὸς ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων.
2)
ὡς ὑποκείμενον ἀπροσώπων ῥημάτων (ἀγγέλλεται, ἀρκεῖ κτλ.) ἢ ἀπροσώπων
ἐκφράσεων, ὡς ἅλις (ἐστὶν), δῆλόν (ἐστιν), κτλ.
Καὶ εἶπε Νωεμὶν πρὸς Ῥοὺθ τὴν νύμφην αὐτῆς·
ἀγαθόν, θύγατερ, ὅτι ἐξῆλθες μετὰ τῶν κορασίων αὐτοῦ (ἡ Νωεμὶν εἶπε
πρὸς τὴν Ροὺθ τὴν νύμφην της· “εἶναι καλόν, κόρη μου, ὅτι ἐξέρχεσαι εἰς
σταχυολογίαν μὲ τὰς ὑπηρετρίας τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ).
Οὐδὲν
γὰρ εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα
(δὲν ἐφέραμε τίποτε εἰς τὸν κόσμον καὶ εἶναι φανερὸν ὅτι δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ
πάρωμε τίποτε μαζί μας).
Τὰ
θηρία ἐστὶ κρείττῳ αὐτῶν, ἃ δύνανται ἐκφυγόντα εἰς σκέπην ἑαυτὰ ὠφελῆσαι. κατ’
οὐδένα οὖν τρόπον ἡμῖν ἐστι φανερὸν ὅτι εἰσὶ θεοί. διὸ μὴ φοβηθῆτε αὐτούς (τὰ θηρία εἶναι
καλύτερα ἀπὸ αὐτά, διότι ὅταν εὑρεθοῦν εἰς κίνδυνον ἠμποροῦν νὰ καταφύγουν εἰς
κάποιο καταφύγιον καὶ ἑπομένως νὰ ὠφελήσουν τὸν ἑαυτόν των. Κατ' οὐδένα,
λοιπόν, τρόπον εἶναι εἰς ἡμᾶς φανερόν καὶ πειστικόν, ὅτι αὐτὰ τὰ εἴδωλα εἶναι
θεοί. Διὰ τοῦτο μὴ τὰ φοβηθῆτε).
§
140.
Αἱ εἰδικαὶ προτάσεις κατὰ τὸ περιεχόμενόν των εἶναι προτάσεις κρίσεως, διὸ
ἐκφέρονται διά τινος τῶν ἐγκλίσεων τῶν ἀνεξαρτήτων προτάσεων κρίσεως (§ 121, 1·
ἄρνησις οὐ). Ὅταν ὅμως τὸ ῥῆμα τῆς προτάσεως, ἐκ τῆς ὁποίας ἐξαρτῶνται,
εἶναι ἱστορικοῦ χρόνου, τότε συνήθως ἀντὶ τῆς (κυρίως) ὁριστικῆς τίθεται εἰς
τὴν εἰδικὴν πρότασιν εὐκτικὴ τοῦ πλαγίου λόγου· (βλ. § 119, 2):
Ἤκουε ὅτι αὐτὸς ἐν Κιλικίᾳ εἴη.
Προϊδοῦσα
δὲ ἡ γραφὴ ὅτι ἐκ πίστεως δικαιοῖ
τὰ ἔθνη ὁ Θεός, προευηγγελίσατο τῷ Ἀβραὰμ ὅτι ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πάντα
τὰ ἔθνη (καὶ ἡ γραφή, ἐπειδὴ προεῖδε ὅτι ὁ Θεὸς ἐπὶ τῇ βάσει τῆς πίστεως
δικαιώνει τοὺς ἐθνικούς, προανήγγειλε εἰς τὸν Ἀβραὰμ τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα: Διὰ
σοῦ θὰ εὐλογηθοῦν ὅλα τὰ ἔθνη).
Σημείωσις
α΄. Εἰς τὰς φράσεις οἶδ’ ὅτι (= τὸ ξέρω ἢ βέβαια), εὖ
οἶδ’ ὅτι (= τὸ ξέρω καλὰ ἢ βεβαιότατα), δῆλον ὅτι (=
προδήλως, προφανῶς), αἱ ὁποῖαι παρήχθησαν κατὰ παράλειψιν τοῦ ῥήματος εἰδικῆς
προτάσεως καὶ λαμβάνονται οὕτω παρενθετικῶς ὡς βεβαιωτικὰ ἐπιρρήματα, τὸ ὅτι
δὲν ἔχει κατόπιν αὐτοῦ ῥῆμα, εἰς τὸ ὁποῖον νὰ ἀναφέρεται:
Εὖ
οἶδ’ ὅτι
πάντες ὑμεῖς ἐλεεῖτε τοὺς ἀτυχεῖς καὶ ταλαιπώρους ἀνθρώπους (ὅλοι σας ἐλεεῖτε βεβαιότατα,
ἀσφαλῶς τοὺς δυστυχισμένους).
Ἐρρήθη
δῆλον ὅτι πολλά. (Ἐντεῦθεν προῆλθε τῆς νέας γλώσσης τὸ ἐπίρρημα δηλονότι
καὶ δηλαδή).
Σημείωσις
β΄. Ὁ εἰδικὸς σύνδεσμος ὡς διαφέρει τοῦ εἰδικοῦ ὅτι
κατὰ τοῦτο, ὅτι διὰ τοῦ ὡς συνήθως εἰσάγεται κάτι, τὸ ὁποῖον
εἶναι ἁπλῆ γνώμη ἢ ἰσχυρισμὸς τοῦ λέγοντος. Διὰ τοῦτο κανονικῶς τὸ ὡς
τίθεται μετὰ τὸ ῥῆμα διαβάλλειν, πείθειν, κλπ.:
Ἄνθρωπός
τις ἦν πλούσιος, ὃς εἶχεν οἰκονόμον, καὶ οὗτος διεβλήθη αὐτῷ ὡς
διασκορπίζων τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ (κάποιος πλούσιος εἶχε διαχειριστήν, τὸν ὁποῖον
κατηγόρησαν ὅτι σπαταλᾶ τὴν περιουσίαν του).
Τρέμουσα
ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον
παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα (ἦλθε μὲ τρόμον, ἔπεσε στὰ πόδια
του, καὶ τοῦ εἶπε μπροστὰ σ’ ὅλον τὸν κόσμο τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν τὸν
ἄγγιξε καὶ ὅτι ἀμέσως ἐθεραπεύθηκε).
Σημείωσις
γ΄. Εἰς τὰς εἰδικὰς προτάσεις ἡ εὐκτικὴ τοῦ πλαγίου λόγου τοῦ μὲν ἐνεστῶτος
δύναται νὰ ἀντιστοιχῇ μὲ τὴν ὁριστικὴν τοῦ ἐνεστῶτος πάλιν ἢ τοῦ παρατατικοῦ,
τοῦ δὲ παρακειμένου δύναται νὰ ἀντιστοιχῇ μὲ τὴν ὁριστικὴν τοῦ παρακειμένου
πάλιν ἢ τοῦ ὑπερσυντελίκου:
Ἔλεγεν
ὅτι ἀδικοῖεν (= ὅτι ἀδικοῦσι
- ἢ - ὅτι ἠδίκουν).
Ἔλεγον
ὅτι πεφευγὼς εἴη (= ὅτι πέφευγεν
- ἢ - ὅτι ἐπεφεύγει).
Σημείωσις
δ΄. Τὰ λεκτικὰ ῥήματα συντάσσονται καὶ μὲ (εἰδικὸν) ἀπαρέμφατον ὡς
ἀντικείμενον. Οὕτω δὲ συντάσσεται κανονικῶς τὸ ῥῆμα φημὶ (καθὼς
καὶ τὰ δοξαστικὰ ῥήματα νομίζειν, ἡγεῖσθαι, οἴεσθαι κτλ.)
Τὰ
δὲ αἰσθητικὰ καὶ τὰ γνωστικὰ ῥήματα συντάσσονται συνηθέστατα καὶ μετὰ μετοχῆς
(κατηγορηματικῆς). (Βλ. κατωτέρω τὰ περὶ ἀπαρεμφάτου καὶ μετοχῆς).
Τοιαύτη
ὁδὸς γυναικὸς μοιχαλίδος, ἥ, ὅταν πράξῃ, ἀπονιψαμένη, οὐδέν φησσὶι
πεπραχέναι ἄτοπον (τέτοιος εἶναι ὁ δρόμος καὶ ὁ τρόπος τῆς μοιχαλίδος
γυναικός, ἡ οποία, ὅταν διαπράξη τὸ ἁμάρτημα, νίπτεται καὶ διαλαλεῖ, ὅτι τίποτε
τὸ ἄτοπον δὲν ἔχει διαπράξει).
Νομίσαντες δὲ αὐτὸν ἐν τῇ
συνοδείᾳ εἶναι ἦλθον ἡμέρας ὁδὸν καὶ ἀνεζήτουν αὐτὸν (ἐπειδὴ δὲ ἐνόμισαν
ὅτι ἦτο μὲ συντροφιά, ἐβάδισαν μιᾶς ἡμέρας δρόμον καὶ τὸν ἀναζητοῦσαν).
Ἀλλὰ
μενοῦνγε καὶ ἡγοῦμαι πάντα ζημίαν εἶναι διὰ τὸ ὑπερέχον τῆς
γνώσεως Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου μου, δι᾿ ὃν τὰ πάντα ἐζημιώθην, καὶ ἡγοῦμαι
σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστὸν κερδήσω (καὶ μάλιστα θεωρῶ ὅτι εἶναι ὅλα ζημία
ἕνεκα τῆς ὑπεροχῆς τῆς γνώσεως τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου μου, χάριν τοῦ
ὁποίου τὰ ἔχασα ὅλα καὶ τὰ θεωρῶ σκουπίδια, διὰ νὰ κερδίσω τὸν Χριστὸν καὶ νὰ
βρεθῶ ἑνωμένος μαζί του).
Καὶ
ἔδειξέ μοι τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἱερουσαλὴμ καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ
οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ (καὶ μοῦ ἔδειξε τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἱερουσαλὴμ νὰ
κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τὸν Θεόν, ἔχουσα τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ).
2.
Αἰτιολογικαὶ προτάσεις
§
141.
Αἱ αἰτιολογικαὶ προτάσεις
1)
εἰσάγονται μὲ τοὺς αἰτιολογικοὺς συνδέσμους ὅτι, διότι, ὡς (=
διότι ἢ ἐπειδὴ) καὶ μὲ τοὺς (κυρίως χρονικοὺς) συνδέσμους ἐπεί, ἐπειδὴ
(καὶ σπανιώτερον ὅτε καὶ ὁπότε = ἀφοῦ).
Καὶ
ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι.
Δοῦλε
πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με.
Μακάριοι
οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἐπὶ
δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες ὡς
εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ
κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη.
Φίλε,
χρῆσόν μοι τρεῖς ἄρτους, ἐπειδὴ φίλος μου παρεγένετο
ἐξ ὁδοῦ πρός με καὶ οὐκ ἔχω ὃ παραθήσω αὐτῷ.
Οὐκ
ἀνέγνωτε τί ἐποίησε Δαυῒδ ὅτε
ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ;
Οὐδὲ
τοῦτο ἀνέγνωτε ὃ ἐποίησε Δαυῒδ ὁπότε
ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ ὄντες;
2)
κατὰ τὸ περιεχόμενον αὐτῶν εἶναι προτάσεις κρίσεως καὶ δι’ αὐτὸ ἐκφέρονται διά
τινος τῶν ἐγκλίσεων τῶν προτάσεων κρίσεως (§ 121,1) ἢ σπανίως δι’ εὐκτικῆς τοῦ
πλαγίου λόγου, ὅταν τὸ ῥῆμα τῆς κυρίας προτάσεως εἶναι ἱστορικοῦ χρόνου·
(ἄρνησις οὐ. Πρβλ. εἰδικὰς προτάσεις):
Κῦρος
τῷ Κλεάρχῳ ἐβόα ἄγειν τὸ στράτευμα κατὰ μέσον τὸ τῶν πολεμίων, ὅτι ἐκεῖ βασιλεὺς εἴη (ὁ Κῦρος φώναζε δυνατὰ στὸν
Κλέαρχο νὰ ὁδηγήσει τὸ στράτευμα ἐναντίον τῆς κεντρικῆς γραμμῆς τοῦ ἐχθροῦ,
γιατὶ ἐκεῖ βρισκόταν ὁ βασιλιᾶς).
Σημείωσις
α΄. Μὲ τὸ ὅτι κανονικῶς εἰσάγεται ἡ αἰτιολογικὴ πρότασις μὲ τὰ ψυχικοῦ
πάθους σημαντικὰ ῥήματα (χαίρω, ἥδομαι, θαυμάζω, κλπ.) ἢ κατόπιν
φράσεων, οἴαι αἰσχρόν (ἐστι), δεινόν (ἐστι), θαυμαστόν
(ἐστι) κ.τ.τ.:
Τῆς
φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι
γυμνός εἰμι (ἤκουσα τὴν φωνήν σου, καθώς περιπατοῦσες στὸν παράδεισον, καὶ
ἐφοβήθην νὰ παρουσιασθῶ ἐμπρός σου ἐπειδή εἶμαι γυμνός).
Νῦν
χαίρω, οὐχ ὅτι ἐλυπήθητε, ἀλλ᾿ ὅτι ἐλυπήθητε εἰς μετάνοιαν
(τώρα χαίρω, ὄχι διότι ἐλυπηθήκατε, ἀλλὰ διότι ἡ λύπη σας κατέληξε εἰς
μετάνοιαν).
Καὶ
ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει (καὶ ἀπόρησαν διότι μιλοῦσε μὲ
γυναῖκα).
Ἀλλὰ
μετὰ τὰ ἀνωτέρω ἀκολουθεῖ πολλάκις πρότασις, ἡ ὁποία εἰσάγεται μὲ τὸ εἰ
(ὡς αἰτιολογικόν), ὅταν τὸ αἴτιον παρίσταται ὡς δυνάμενον νὰ ἀμφισβητηθῇ·
(ἄρνησις μή ):
Ὁ
δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκεν (κι ὁ Πιλᾶτος ἀπόρησε ποὺ εἶχε κιόλας
πεθάνει).
Σημείωσις
β΄. Τὸ αἰτιολογικὸν ὠς πολλάκις ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ ὅτι οὕτω
(= διότι ἔτσι ἢ διότι τόσον):
Πολὺ
δὲ εὐδαιμονίζω σε τοῦ τρόπου ἐν τῇ νυνὶ παρεστώσῃ ξυμφορᾷ ὡς ῥᾳδίως αὐτήν καὶ πράως φέρεις
(= ὅτι οὕτω ῥᾳδίως κλπ. = διότι ἔτσι ἀγογγύστως κλπ. ἢ = διότι τόσον ἀγογγύστως
κλπ.).
3.
Τελικαὶ προτάσεις
§
142.
Αἱ τελικαὶ προτάσεις, ἤτοι αἱ προτάσεις, αἱ ὁποῖαι δηλοῦν (τὸ τέλος, ἤτοι) τὸν
σκοπὸν μιᾶς ἐνεργείας
1)
εἰσάγονται μὲ τοὺς τελικοὺς συνδέσμους ἵνα, ὅπως καὶ ὡς,
μετ’ ἀρνήσεως δέ, ὡς προτάσεις ἐπιθυμίας, εἰσάγονται μὲ τὸ ἵνα μή, ὅπως
μὴ καὶ ὡς μή, ἢ μὲ μόνον τὸ μὴ (= γιὰ νὰ
μή, νὰ μή).
2)
ἐκφέρονται κατόπιν μὲν ἀρκτικοῦ χρόνου δι’ ὑποτακτικῆς, κατόπιν δὲ ἱστορικοῦ
χρόνου συνήθως δι’ εὐκτικῆς, ἀλλὰ καὶ δι’ ὑποτακτικῆς:
Τοῦτο
δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου (ὅλα
αὐτὰ ἔγιναν διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐλέχθη ἀπὸ τὸν Κύριον).
Ἰησοῦς
ἐσταυρώθη, ὅπως ἅπαντας εἰς ἑαυτὸν ἑλκύσειε (καὶ ἑλκύσῃ).
Σὺ
δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς
τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων (σὺ ὅμως ὅταν νηστεύῃς, ἄλειψε τὸ κεφάλι σου καὶ πλύνε
τὸ πρόσωπόν σου, διὰ νὰ μὴν ἰδοῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι νηστεύεις).
Οὐκ
εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν (δὲν ἐμπῆκαν εἰς τὸ
κυβερνεῖον διὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν).
Μὴ φθόνει τοῖς εὐτυχοῦσι, μὴ δοκῇς εἶναι κακὸς (= γιὰ νὰ μὴ φαίνεσαι).
Σημείωσις
α΄. Ἡ τελικὴ πρότασις ἐκφέρεται ἐνίοτε δι’ εὐκτικῆς καὶ χωρὶς νὰ προηγῆται
ἱστορικὸς χρόνος, εἴτε ἕνεκα ἕλξεως πρὸς προηγουμένην εὐκτικὴν ἢ ἵνα παρασταθῇ
ὁ σκοπὸς ὡς μία ἁπλῆ σκέψις μόνον τοῦ λέγοντος:
Ἔλθοι,
ὅπως γένοιτο τῶνδ' ἐμοὶ λυτήριος
(ἂς ἔρθει, γιὰ νὰ μὲ λυτρώσει ἀπὸ αὐτά).
᾽Εκφέρεται
δὲ προσέτι ἡ τελικὴ πρότασις καὶ δι’ ὁριστικῆς ἰστορικοῦ χρόνου, πρὸς δήλωσιν
σκοποῦ, ὁ ὁποῖος δὲν δύναται νὰ πραγματοποιηθῇ, ὅταν προηγῆται αὐτῆς εὐχὴ
ἀνεκπλήρωτος ἢ ἐν γένει πρότασις, ἡ ὁποία δηλοῖ κάτι τι, τὸ ὁποῖον δὲν ἔγινε:
Τότε
ἔδει ταπεινὸν εἶναι, ἵνα μὴ σε νῦν ὁ Θεὸς ἐτιμωρεῖτο. (πρβλ.
ἔπρεπε νὰ ἤσουν ἐκεῖ, γιὰ νὰ ἔβλεπες, τί ἔκανε).
Σημείωσις
β΄. Μετὰ τὸν τελικὸν σύνδεσμον ὅπως καὶ ὡς τίθεται
πολλὰκις τὸ δυνητικὸν μόριον ἂν (§119, 2), ὁπότε ὑπολανθάνει
ὑπόθεσίς τις:
Γύμναζε
σεαυτὸν πόνοις ἑκουσίοις, ὅπως ἂν δύνῃ καῖ τοὺς ἀκουσίους ὑπομένειν.
Σοὶ
μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν
τοῖς λόγοις σου (ζητῶ ἀπὸ σὲ τὴν συγχώρησιν, διότι αἱ ἁμαρτίαι, τὰς ὁποίας
διέπραξα, εἶναι παράβασις τοῦ ἰδικοῦ σου Νόμου. Ἐνώπιόν σου ἐγὼ διέπραξα τὸ
πονηρόν. Ὁμολογῶ ὅτι εἶμαι ἄξιος τιμωρίας διὰ τὰς ἁμαρτίας μου, διὰ νὰ φανῇ
ἔτσι πόσον δίκαιον εἶχες εἰς τὰς ἐναντίον μου καταδικαστικάς ἀποφάσεις).
4.
Ὑποθετικαὶ προτάσεις
§143. ῾Υποθετικαὶ προτάσεις
λέγονται αἱ δευτερεύουσαι προτάσεις, αἱ ὁποῖαι δηλοῦν ὑπόθεσιν, ἤτοι κάποιον
ὅρον, ὑπὸ τὸν ὁποῖον δύναται νὰ συμβαίνῃ ἢ νὰ ἀληθεύῃ κάτι τι (ἄν θέλη, ἠμπορεῖ
νὰ τὸ κάμῃ).
Αἱ
ὑποθετικαὶ προτάσεις εἰς τὴν ἀρχαίαν γλῶσσαν εἰσάγονται μὲ τὸ εἰ
(=ἐάν, ἄν, σάν, ἅμα) καὶ μὲ τὸ ἐὰν (ἄν, ἤν,
τὰ ὁποῖα προῆλθον ἐξ ἑνώσεως τοῦ εἰ μὲ τὸ δυνητικὸν ἄν).
῾Η
δὲ ἄρνησις εἰς τὰς ὑποθετικὰς προτάσεις τῆς ἀρχαίας γλώσσης εἶναι μὴ
καὶ σπανιώτατα οὐ, (ἐνῷ αὗται κατὰ τὸ πλεῖστον εἶναι προτάσεις
κρίσεως). Αἰτία τούτου εἶναι ὅτι αἱ ὑποθετικαὶ προτάσεις προῆλθον ἀπὸ προτάσεις
εὐχετικάς, αἱ ὁποῖαι ὡς προτάσεις ἐπιθυμίας εἶχον τὴν ἄρνησιν μή
· (βλ. §124, 3.
Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι,
ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ,
καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι (ἐὰν θέλῃς νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε καὶ πούλησε ὅσα
ἔχεις καὶ μοίρασέ τα εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ θὰ ἔχῃς θησαυρὸν εἰς τοὺς οὐρανοὺς
καὶ ἔλα ἀκολούθει με).
Ταῦτα
πάντα σοι δώσω, ἐὰν πεσὼν
προσκυνήσῃς μοι.
Ἂν
τινων
ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.
Ἔρχομαί
σοι ταχὺ καὶ κινήσω τὴν λυχνίαν σου ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς, ἐὰν μὴ
μετανοήσῃς.
Καλὸν
ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ
ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος.
§144.
῾Η ὑποθετικὴ πρότασις λέγεται ἁπλῶς καὶ ὑπόθεσις (ἢ ἡγούμενον ), ἡ δὲ πρότασις,
τὴν ὁποίαν αὕτη προσδιορίζει, λέγεται ἀπόδοσις ἢ ἑπόμενον ἢ συμπέρασμα.
῾Υπόθεσις δὲ καὶ ἀπόδοσις ὁμοῦ λαμβανόμενα λέγονται ὑποθετικὸς λόγος.
῾Υποθετικῶν
λόγων ὑπάρχουν εἰς τὴν ἀρχαίαν γλῶσσαν τέσσαρα εἴδη.
1.
Πρῶτον εἶδος. Τὸ ὑποτιθέμενον λαμβάνεται ὡς πραγματικόν, ἀνεξαρτήτως τοῦ
ἄν ὄντως τοῦτο εἶναι κάτι τὸ πραγματικόν. Τότε ἡ ὑπόθεσις ἐκφράζεται διὰ τοῦ εἰ
καὶ ὁριστικῆς οἱουδήποτε χρόνου, ἡ δὲ ἀπόδοσις καθ’ οἱανδήποτε ἔγκλισιν,
ἀναλόγως τοῦ συμπεράσματος, τὸ ὁποῖον ὁ λέγων συνάγει ἐκ τῆς ὑποθέσεως:
Εἰ σὺ εἶ ὁ
Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς.
Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται.
Εἰ
ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν.
Εἰ
ὁ
σατανᾶς τὸν σατανᾶν ἐκβάλλει, ἐφ' ἑαυτὸν ἐμερίσθη.
2. Δεύτερον εἶδος. Τὸ ὑποτιθέμενον εἶναι
ἀντίθετον πρὸς τὴν πραγματικότητα, ἤτοι κάτι τι ἀντίθετον πρὸς ὅ,τι πράγματι
συμβαίνει ἢ πράγματι ἔγινε. Τότε ἡ ὑπόθεσις ἐκφέρεται διὰ τοῦ εἰ
καὶ ὁριστικῆς ἱστορικοῦ χρόνου, ἡ δὲ ἀπόδοσις δι’ ὁριστικῆς δυνητικῆς.
Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου
οὐκ ἂν ἐτεθνήκει.
Εἰ ἐμὲ ᾔδειτε, καὶ τὸν πατέρα μου ᾔδειτε
ἄν.
Εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν.
Εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν Κύριον
τῆς δόξης ἐσταύρωσαν.
3. Τρίτον εἶδος. Τὸ ὑποτιθέμενον εἶναι
μία ἁπλῆ σκέψις τοῦ λέγοντος, ἤτοι κάτι τι, τὸ ὁποῖον ἁπλῶς θέτει κανεὶς εἰς τὸ
νοῦν του, χωρὶς νὰ ἐξετάζεται, ἄν τοῦτο εἶναι καὶ κάτι προσδοκώμενον. Τότε ἡ ὑπόθεσις
ἐκφράζεται διὰ τοῦ εἰ καὶ εὐκτικῆς, ἡ δὲ ἀπόδοσις διὰ δυνητικῆς
εὐκτικῆς (§119, 2) ἢ σπανίως δι’ ὁριστικῆς.
Οὐκ ἄν τις ζῴη, εἰ
μὴ τρέφοιτο (=δὲν θὰ ἐζοῦσε κανείς, ἄν δὲν ἐτρέφετο).
Εἰ καὶ πάσχοιτε διὰ δικαιοσύνην, μακάριοι
(ἐστέ).
4. Τέταρτον εἶδος. Τὸ ὑποτιθέμενον εἶναι
κάτι τι ἢ τὸ προσδοκώμενον ἢ τὸ ἀορίστως ἐπαναλαμβανόμενον. Καὶ εἰς τὰς δύο
περιπτώσεις ἡ ὑπόθεσις ἐκφέρεται διὰ τοῦ ἑάν, (ἄν, ἤν) καὶ
ὑποτακτικῆς, ἡ δὲ ἀπόδοσις
α΄) ὅταν μὲν τὸ ὑποτιθέμενον εἶναι κάτι τὸ
προσδοκώμενον, ἐκφέρεται δι’ ὁριστικῆς μέλλοντος ἢ διά τινος ἐκφράσεως, ἡ
ὁποία ἀναφέρεται εἰς τὸ μέλλον, συνήθως δὲ διὰ προστακτικῆς.
Ταῦτα πάντα σοι δώσω, ἐὰν πεσὼν προσκυνήσῃς
μοι.
Ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ
πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν.
Ἐὰν οὖν προσφέρῃς
τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι
κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε
πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν
σου.
β΄) ὅταν δὲ τὸ ὑποτιθέμενον εἶναι κάτι τὸ ἀορίστως
ἐπαναλαμβανόμενον, ἤτοι κάτι τὸ χρονικῶς ἀόριστον, ἡ ἀπόδοσις ἐκφέρεται δι’ ὁριστικῆς
ἐνεστῶτος ἢ διά τινος ἐκφράσεως, ἡ ὁποία ἀντιστοιχεῖ πρὸς ἐνεστῶτα.
῎Ην ἐγγὺς ἔλθῃ
θάνατος, οὐδεὶς βούλεται θνῄσκειν (=ἅμα ἔλθῃ... ὁσάκις ἔλθη...).
Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου
πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν
δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει.
Ἀνὴρ ἐὰν κομᾷ,
ἀτιμία αὐτῷ ἐστι.
Σημείωσις. ῞Οταν ἡ ἐπανάληψις ἀναφέρεται ὡρισμένως
εἰς τὸ παρελθόν, ἡ μὲν ὑπόθεσις ἐκφέρεται διὰ τοῦ εἰ καὶ
εὐκτικῆς ἐπαναληπτικῆς (§119, 2, Σημ. γ΄), ἡ δὲ ἀπόδοσις δι’ ὁριστικῆς
παρατατικοῦ ἢ δι’ ὁριστικῆς ἀορίστου μετὰ τοῦ ἄν.
Πορφύριος
οὐκ ἔπινεν, εἰ μὴ διψώη. (§117, 2, Σημ.).
Παρατηρήσεις τινὲς εἰς τοὺς ὑποθετικοὺς λόγους
§145. Πολλάκις ἑνὸς ὑποθετικοῦ λόγου παραλείπεται ἡ
ἀπόδοσις ἢ ἡ ὑπόθεσις καὶ ἀφήνεται νὰ νοῆται αὕτη ἐκ τῶν συμφραζομένων. ᾽Εκ
τοιούτων δὲ ἐλλειπτικῶν ἐκφράσεων ἀποσπασθὲν κατόπιν τὸ μόριον εἰ
καὶ ἄλλα μόρια μετ’ αὐτοῦ ἔλαβον διαφόρους ἐπιρρηματικὰς σημασίας. Οὕτω
1) πολλάκις ἐλλείπει ἑνὸς ὑποθετικοῦ λόγου ἡ ἀπόδοσις:
Εἴ τις δοκεῖ ἄλλος πεποιθέναι ἐν σαρκί, ἐγὼ
μᾶλλον (δύναμαι πεποιθέναι…).
῾Η τοιαύτη ἔλλειψις τῆς ἀποδόσεως συμβαίνει
συνήθως εἰς ἀντιθέσεις ὑποθετικῶν λόγων, οἱ ὁποῖοι ἐκφέρονται μετά τινος πάθους
(εἰ μὲν - εἰ δέ, ἐὰν μὲν - ἐὰν δέ). Τότε παραλείπεται ἡ ἀπόδοσις τοῦ πρώτου ὑποθετικοῦ
λόγου καὶ ὡς τοιαύτη νοεῖται ἔξωθεν ἡ φράσις καλῶς ἔχει ἢ καλῶς ἕξει
ἢ κάτι ἄλλο τοιοῦτον:
Εἰ μὲν δώσουσι γέρας μεγάθυμοι Ἀχαιοὶ ..., εἰ δέ κε μὴ δώσωσι, ἐγὼ δέ
κεν αὐτὸς ἕλωμαι ἢ τεὸν κλπ. (=ἐὰν μὲν θὰ μοῦ δώσουν... οἱ Ἀχαιοί, πάει καλά · ἄν
ὅμως δὲν μοῦ δώσουν κλπ.) ῞Ομ.
2) ἀλλ’ εἰς ἀντιθέσεις ὑποθετικῶν λόγων, ὁποῖαι
εἶναι αἱ ἀνωτέρω, παραλείπεται συνηθέστατα καὶ τὸ ῥῆμα τῆς ὑποθέσεως τοῦ δευτέρου
ὑποθετικοῦ λόγου, ὡς εὐκόλως νοούμενον ἐκ τῶν συμφραζομένων:
εἰ μὲν τοίνυν καὶ
διαγιγνώσκειν σε τοὺς ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακοὺς ἐδίδαξεν εἰ δὲ μή, τί σοι ὄφελος;
(=εἰ μὲν τοίνυν... ἐδίδαξε, καλῶς ἔχει· εἰ δὲ μὴ ἐδίδαξε , τί σοι κλπ.) Ξ. Καὶ ἐὰν
μὲν ἑκὼν πείθηται· εἰ δὲ μή, ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον καὶ καμπτόμενον
εὐθύνουσιν ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς (=καὶ ἐὰν μὲν ἑκὼν πείθεται, καλῶς ἔχει - ἢ - οὐδόλως
κολάζουσιν αὐτόν· εἰ δὲ μὴ πείθεται , ὥσπερ ξύλον κλπ.) Πλ.
Ἐκ τοιούτων δὲ συντακτικῶν πλοκῶν ἀποσπασθὲν τὸ
εἰ δὲ μὴ κατήντησε κατόπιν ἐπιρρηματικὴ ἔκφρασις (εἰδεμὴ)
μὲ τὴν σημασίαν τοῦ ἄλλως, ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει κτλ. :
Πιστεύετέ
μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί· εἰ δὲ μή, διὰ τὰ ἔργα αὐτὰ
πιστεύετέ μοι.
(Πρβλ. Σώπασε· εἰδεμὴ θὰ σὲ βγάλω
ἔξω).
Σημείωσις α΄. Τὸ εἰ μὴ καθ’ ὅμοιον
τρόπον ἀποσπασθὲν κατήντησεν ἐπιρρηματικὴ ἔκφρασις, ἡ ὁποία λαμβάνεται κατόπιν ἀρνήσεως
μὲ τὴν σημασίαν τοῦ πλήν, ἐκτὸς μόνον, παρὰ μόνον :
Οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός.
Εἰ μὴ ἄρα = ἐκτὸς ἐὰν,
ἴσως. Βλ. §187, 1 Σημ.
Σημείωσις β΄. Τὸ ἐὰν μόνον σημαίνει
ἀρκεῖ μόνον νά:
Ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ, ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ
ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι.
3) καὶ αἱ φράσεις εἴ τις καὶ ἄλλος
ἢ εἴπερ τις ἄλλος (=περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον), εἴπερ ποτὲ
ἢ εἴποτε καὶ ἄλλοτε ἢ εἴπερ ποτὲ καὶ ἄλλοτε
(=περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ) κτλ. προῆλθον ἐξ ἀποσπάσεως ἐξ ὑποθετικῶν λόγων,
εἰς τοὺς ὁποίους παραλείπεται τὸ ῥῆμα τῆς ὑποθέσεως:
ἀνθρώπου ψυχή , εἴπερ τι καὶ ἄλλο τῶν ἀνθρωπίνων,
τοῦ θείου μετέχει (=περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἐκ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων μετέχει
τοῦ θείου. Τὸ πλῆρες θὰ ἦτο: ἀνθρώπου ψυχή, εἴπερ τι καὶ ἄλλο τῶν ἀνθρωπίνων
μετέχει τοῦ θείου , τοῦ θείου μετέχει καὶ αὕτη ) Ξ. Οἱ Λακεδαιμόνιοι εἰς τὰ
πολεμικά, εἴπερ ποτέ, μάλιστα δὴ ὀκνηρότεροι ἐγένοντο (=τότε περισσότερο
ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ) Θ.
4) καὶ αἱ φράσεις ὥσπερ εἰ, ὥσπερ ἄν εἰ,
ὡς εἰ, ὥσπερ ἄν, ὡς ἄν κατήντησαν νὰ λαμβάνωνται ὡς ἁπλᾶ (ἀναφορικὰ) ἐπιρρήματα,
ἰσοδύναμα πρὸς τὸ ἁπλοῦν ὥσπερ ἢ ὡς (=καθὼς, σὰν), ἔνεκα
παραλείψεως εἰς ἐκφράσεις παρομοιώσεως τοῦ ῥήματος τῆς ἀποδόσεως ἢ συγχρόνως τοῦ
ῥήματος καὶ τῆς ὑποθέσεως καὶ τῆς ἀποδόσεως:
Καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ
περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ' αὐτόν.
Οὕτως ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὡς ἂν ἄνθρωπος
βάλῃ τὸν σπόρον ἐπὶ τῆς γῆς.
Σημείωσις. Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνεκφορῶν ἐπεκράτησε
κατόπιν ἡ τοῦ ὡς ἄν (ὡσὰν) καὶ ἐκ τούτου προῆλθεν ἔπειτα τὸ
(σὰν) σὰ τῆς νέας γλώσσης μὲ τὰς ποικίλας σημασίας
του (= ὅπως, καθὼς - ὅταν, ὁσάκις - ἐπειδή, ἀφοῦ - ἐὰν κλπ.).
5. Παραχωρητικαὶ προτάσεις
§ 146. 1 )
Παραχωρητικαὶ ἢ ἐνδοτικαὶ προτάσεις λέγονται αἱ δευτερεύουσαι προτάσεις, αἱ ὁποῖαι
δηλοῦν παραχώρησιν. Αὗται εἰσάγονται μὲ τὸ εἰ καί, ἄν καὶ
(= ἄν καί, μ’ ὅλον ὅτι), ὅταν ἡ παραχώρησις γίνεται πρὸς κάτι τι, τὸ ὁποῖον
ὁ λέγων δέχεται ὡς πραγματικὸν (εἰ καὶ θνητὸς εἰμι), μὲ τὸ καὶ εἰ, καὶ
ἄν, ἢ συνηθέστερον κἄν (= κι’ ἄν, καὶ νά, κι’ ἄν ἀκόμα), ἢ
ἐὰν ἡ κυρία πρότασις εἶναι ἀρνητική, μὲ τὸ οὐδ’ εἰ, οὐδ’ ἐάν, μηδ’ ἐὰν
(= οὔτε κι’ ἄν), ὅταν ἡ παραχώρησις γίνεται πρὸς κάτι τι, τὸ ὁποῖον διὰ τὸν λέγοντα
εἶναι ἀδύνατον ἢ ἀπίθανον (καὶ εἰ ἀθάνατος ἧν...) ῾Η σχέσις τῆς κυρίας προτάσεως
πρὸς τὴν παραχωρητικὴν εἶναι ἀντιθετικὴ καὶ διὰ τοῦτο εἰς ταύτην πολλάκις ὑπάρχει
ὁ ἀντιθετικὸς σύνδεσμος ὅμως.
2) Αἱ παραχωρητικαὶ προτάσεις οὐδὲν ἄλλο κυρίως
εἶναι παρὰ ὑποθετικαὶ προτάσεις μὲ τὸ ἐπιδοτικὸν καὶ (ἢ οὐδέ,
μηδὲ) παρὰ τὸν ὑποθετικὸν σύνδεσμον (§ 126,2 καὶ 127,3 Σημ. α΄). Διὰ
τοῦτο καὶ αὗται ἄρνησιν μὲν ἔχουν τὸ μή, ἐκφέρονται δὲ καθ’ ὅν τρόπον
αἱ ὑποθετικαὶ προτάσεις:
Εἰ καὶ ἐν τάφῳ
κατῆλθες ἀθάνατε, ἀλλὰ τοῦ Ἅδου κάθεῖλες τὴν δύναμιν.
Κἂν ὦσι σώφρονες οἱ υἱοί, ὅμως οἱ πατέρες ἀπὸ
τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων εἴργουσιν αὐτούς.
Καὶ εἰ πάντες
σκανδαλισθήσονται, ἀλλ' οὐκ ἐγώ.
6. Χρονικαὶ προτάσεις
§ 147. Αἱ
χρονικαὶ προτάσεις
1) εἰσάγονται μὲ τοὺς χρονικοὺς συνδέσμους ὅτε,
ὁπότε (καὶ σπανίως ὁσάκις, ὁποσάκις ), ὡς
(= ἅμα), ἡνίκα, ὁπηνίκα (= καθ’ ἤν ὥραν, ὅτε), ἐν ᾧ
(=καθ’ ὅν χρόνον), ἐπεί, ἐπειδὴ, ἕως, ἔστε,
μέχρι, μέχρι οὗ (= μέχρις ὅτου, ἐφόσον), ἐξ οὗ, ἐξ
ὅτου, ἀφ’ οὗ, ἀφ’ ὅτου (= ἀφότου), ἐπεὶ πρῶτον,
ἐπειδὴ πρῶτον, ἐπεὶ τάχιστα, ἐπειδὴ τάχιστα, ὡς τάχιστα
(= εὐθὺς ὡς), πρίν, οὐ πρότερον... πρίν, οὐ πρόσθεν... πρίν.
2) ἐκφέρονται
α΄) δι’ ὁριστικῆς, ὅταν δι’ αὐτῶν δηλοῦται ἓν ὡρισμένον
καὶ πραγματικὸν γεγονός· (ἄρνησις οὐ ):
Ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ
Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός.
Ἐπεὶ δὲ ἐπλήρωσε πάντα τὰ
ῥήματα αὐτοῦ εἰς τὰς ἀκοὰς τοῦ λαοῦ, εἰσῆλθεν εἰς Καπερναούμ.
β΄) δι’ ὑποτακτικῆς, ὅταν δι’ αὐτῶν δηλοῦται
πρᾶξις προσδοκωμένη ἢ ἀορίστως ἐπαναλαμβανομένη κατὰ τὸ παρὸν ἢ τὸ μέλλον. Κατὰ
τὴν περίπτωσιν ταύτην μετὰ τὸν χρονικὸν σύνδεσμον ἀκολουθεῖ κανονικῶς ὁ δυνητικὸς
ἂν, μὲ τὸν ὁποῖον οἱ χρονικοὶ σύνδεσμοι ὅτε, ὁπότε, ἐπεὶ
καὶ ἐπειδὴ ἑνώνονται εἰς μίαν λέξιν (ὅταν, ὁπόταν, ἐπὰν
ἢ ἐπήν, ἐπειδάν· ἄρνησις μή):
Καὶ ποιήσει κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ ὑψωθήσεται
ὁ βασιλεὺς καὶ μεγαλυνθήσεται ἐπὶ πάντα θεὸν καὶ λαλήσει ὑπέρογκα καὶ
κατευθύνει μέχρις οὗ συντελεσθῇ ἡ ὀργὴ, εἰς γὰρ
συντέλειαν γίνεται.
Ἐπὰν δε τύχῃς τῆς καλῆς μετουσίας τῶν
ζωοποιῶν μυστικῶν δωρημάτων, ὕμνησον εὐθύς.
Ὁσάκις γὰρ ἂν
ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν
θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε.
Ὅταν οὖν ἴδητε τὸ
βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ῥηθὲν διὰ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὸς ἐν τόπῳ ἁγίῳ - ὁ
ἀναγινώσκων νοείτω - τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν ἐπὶ τὰ ὄρη.
(Πρβλ. § 144, 4, β,).
γ΄) δι’ εὐκτικῆς (ἐπαναληπτικῆς), ὅταν δι’ αὐτῶν
δηλοῦται πρᾶξις ἐπαναλαμβανομένη κατὰ τὸ παρελθόν· (ἄρνησις μή):
Ὅτε Ἰησοῦς ἀσθενέσιν ἐντυγχάνοι, ἐθεράπευεν
αὐτούς (ὅσες φορὲς συναντοῦσε…).
(Πρβλ. § 144, 4, β΄ Σημ.).
§ 148. Ἰδιαιτέρως
περὶ τοῦ πρίν. Τὸ πρὶν ὡς χρονικὸς σύνδεσμος
κανονικῶς συντάσσεται.
1) μὲ ὁριστικὴν ἢ μὲ ὑποτακτικήν, ὅταν ἡ κυρία
πρότασις εἶναι ἀρνητική. (Μὲ ὁριστικὴν τὸ πρὶν = ἕως ὅτου ἢ παρὰ ἀφοῦ):
Οὐ φωνήσει σήμερον ἀλέκτωρ πρὶν ἢ
τρὶς ἀπαρνήσῃ μὴ εἰδέναι με.
2) μὲ ἀπαρέμφατον, συνήθως ὅταν ἡ κυρία πρότασις
εἶναι καταφατική, σπανίως δὲ καὶ ὅταν αὕτη εἶναι ἀποφατική· ( πρὶν =
προτοῦ νά, προτοῦ):
Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλικός· Κύριε, κατάβηθι πρὶν
ἀποθανεῖν τὸ παιδίον μου.
Σημείωσις α΄. Μὲ εὐκτικὴν τὸ πρὶν
συντάσσεται, ὅταν γίνεται ἀφομοίωσις ἐγκλίσεως καθ’ ἕλξιν ἢ ὅταν εἰς τὴν κυρίαν
πρότασιν ὑπάρχῃ ῥῆμα ἱστορικοῦ χρόνου ἢ εὐκτικὴ μετὰ τοῦ ἄν, καὶ
μὲ τὸ πρὶν εἰσάγεται χρονικὴ πρότασις δηλοῦσα τὴν προϋπόθεσιν, ἥτις
ἀπαιτεῖται, διὰ νὰ συμβῇ τὸ ὑπὸ τῆς κυρίας προτάσεως σημαινόμενον:
Οὐκ ἔστιν ἔθος Ῥωμαίοις χαρίζεσθαί τινα ἄνθρωπον
εἰς ἀπώλειαν πρὶν ἢ ὁ κατηγορούμενος κατὰ πρόσωπον ἔχοι τοὺς
κατηγόρους τόπον τε ἀπολογίας λάβοι περὶ τοῦ ἐγκλήματος.
Σημείωσις β΄. Καὶ τὸ μόριον πρὶν
ἀρχῆθεν εἶναι ἐπίρρημα, βαθμοῦ συγκριτικοῦ, μὲ τὴν σημασίαν τοῦ πρότερον
καὶ σύνδεσμος χρονικὸς μὲ τὴν σημασίαν τοῦ προτοῦ.
7. Ἀποτελεσματικαὶ ἢ συμπερασματικαὶ προτάσεις
§149. ᾽Αποτελεσματικαὶ ἢ συμπερασματικαὶ ἢ ἀκολουθίας
προτάσεις λέγονται αἱ δευτερεύουσαι προτάσεις, αἱ ὁποῖαι δηλοῦν τὸ ἀποτέλεσμα ἢ
ἐπακολούθημα μιᾶς ἐνεργείας. Αὗται εἰσάγονται μὲ τὸν σύνδεσμον ὥστε
ἢ μὲ τὸ ὡς (=ὥστε), ἐκφέρονται δὲ
1) διά τινος τῶν ἐγκλίσεων τῶν προτάσεων κρίσεως
(§121, 1), ὅταν τὸ ἀποτέλεσμα παρίσταται ὡς πραγματικὸν γεγονὸς ἢ ὡς δυνάμενον
νὰ πραγματοποιηθῇ, (κατὰ τὸ παρόν, §119, 2 ἢ κατὰ τὸ παρελθόν, §117, 2· ἄρνησις
οὐ ):
Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε
τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν.
Καὶ συνυπεκρίθησαν αὐτῷ καὶ οἱ λοιποὶ Ἰουδαῖοι,
ὥστε καὶ Βαρνάβας συναπήχθη αὐτῶν τῇ ὑποκρίσει.
Ἐσμὲν πλήρως παρεσκευασμένοι καὶ δυνατοί, ὥστε
ἂν νικήσαιμεν.
2) δι’ ἀπαρεμφάτου, ὅταν τὸ ἀποτέλεσμα παρίσταται
ὡς ἁπλῆ σκέψις τοῦ λέγοντος, ἤτοι ὡς ἐνδεχόμενον καὶ δυνατόν, ἄν καὶ πολλάκις
τοῦτο εἶναι καὶ πραγματικὸν γεγονός· (ἄρνησις μή. Εἰς τὴν νέαν γλῶσσαν ὥστε
νὰ ἢ γιὰ νὰ ἢ ἁπλῶς νὰ μὲ ὑποτακτικήν):
Καὶ ἰδοὺ σεισμὸς μέγας ἐγένετο ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὥστε
τὸ πλοῖον καλύπτεσθαι ὑπὸ τῶν κυμάτων.
Σημείωσις α΄. Τὸ μετὰ τὸ ὥστε ἀπαρέμφατον
δύναται νὰ συνοδεύεται καὶ ὑπὸ τοῦ δυνητικοῦ ἄν, καὶ τότε ἰσοδυναμεῖ
μὲ δυνητικὴν εὐκτικὴν (§119, 2) ἢ μὲ δυνητικὴν ὁριστικὴν (§117, 2):
Ὥστε καὶ ἰδιώτην ἄν γνῶναι (=ὥστε καὶ ἰδιώτης ἄν ἔγνω).
Σημείωσις β΄. Τὸ ὥστε μὲ ἀπαρέμφατον
χρησιμοποιεῖται προσέτι, ἵνα δηλωθῇ
1) ἐπιδιωκόμενον ἀποτέλεσμα, ἤτοι σκοπός
· ( ὥστε - γιὰ νὰ):
Ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε
ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον.
2) ὅρος ἢ συμφωνία ἢ προϋπόθεσις· (ὥστε = ὑπὸ
τὸν ὅρον, μὲ τὴν συμφωνίαν - γιὰ νά, ἄν πρόκειται νά). Ἐπὶ τῆς τοιαύτης ὅμως
σημασίας ἀντὶ τοῦ ὥστε χρησιμοποιεῖται συνηθέστερον τὸ ἐφ’ ᾧ
ἢ ἐφ’ ᾦτε, εἴτε μὲ ἀπαρέμφατον εἴτε μὲ ὁριστικὴν μέλλοντος χρόνου.
Συνήθως δὲ τοῦ ἐφ’ ᾧ ἢ ἐφ’ ᾧτε προηγεῖται εἰς τὴν
κυρίαν πρότασιν τὸ ἐπὶ τούτῳ ἢ ἐπὶ τοῖσδε (§97, ΙΧ,
3):
Ἀφίεμέν σε ἐπὶ τούτῳ μέντοι, ἐφ’
ᾧτε μηκέτι κηρύττειν (=μὲ αὐτὴν τὴν συμφωνίαν ὅμως, δηλαδὴ μὲ τὴν
συμφωνίαν νὰ μὴ κλπ.).(Βλ. καὶ §30, 3, β΄, Σημ.).
8. ᾽Ενδοιαστικαὶ προτάσεις
§150. 1) ᾽Ενδοιαστικαὶ προτάσεις λέγονται αἱ
δευτερεύουσαι προτάσεις, αἱ ὁποῖαι ἐκφράζουν (ἐνδοιασμὸν ἤτοι) φόβον διὰ πιθανὸν
τι κακὸν ἢ ἐν γένει διὰ κάτι τὸ ἀνεπιθύμητον. Αἱ προτάσεις αὗται εἰσάγονται μὲ
τὸ (ἐνδοιαστικὸν) μὴ ἢ μὲ τὸ μὴ οὐ. Καὶ διὰ μὲν τοῦ
μὴ (=μή, μήν, μήπως, νὰ μὴ) εἰσάγονται, ὅταν ὁ φόβος εἶναι μήπως
γίνῃ κάτι τὸ φοβερὸν ἢ ἀνεπιθύμητον, διὰ δὲ τοῦ μὴ οὐ (=μὴ δέν, μήπως
δὲν), ὅταν ὁ φόβος εἶναι μήπως δὲν γίνῃ κάτι τι, καθόσον αὐτὸ ἀκριβῶς τότε εἶναι
τὸ ἀνεπιθύμητον.
2) ᾽Ενδοιαστικαὶ προτάσεις ἀκολουθοῦν: α) μετὰ
ῥήματα φόβου σημαντικά, ὡς φοβοῦμαι, δέδοικα ἢ δέδια, ὀκνῶ (=μὲ κατέχει
φοβος κτλ.), β) μὲ ῥήματα ἢ λέξις ἢ φράσεις, ποὺ ἐνέχουν τὴν ἔννοιαν τοῦ φόβου,
ὡς ὑποπτεύω, φυλάττομαι, ὁρῶ. (=κοιτάζω, προσέχω), - τρόμος ἔχει με, κίνδυνός
ἐστι κ.τ.τ.
3) Αἱ ἐνδοιαστικαὶ προτάσεις ἐκφέρονται
α) μετὰ ἀρκτικὸν χρόνον κανονικῶς δι’ ὑποτακτικῆς,
σπανίως δὲ δι’ ὁριστικῆς, ὅταν τὸ φοβερὸν ἢ ἀνεπιθύμητον τὸ φαντάζεται κανεὶς οὐχὶ
ὡς ἐνδεχόμενον, ἀλλὰ ὡς κάτι πραγματικόν:
Πολλῆς δὲ γινομένης στάσεως εὐλαβηθεὶς ὁ
χιλίαρχος, μὴ διασπασθῇ ὁ Παῦλος ὑπ' αὐτῶν, ἐκέλευσε τὸ
στράτευμα καταβῆναι.
Φοβοῦμαι μὴ οὐ σωθῶ.
Σημείωσις. Ὅρα μὴ (ὁρᾶτε μὴ) μεθ’ ὑποτακτικῆς =
πρόσεχε μὴ (προσέχετε μή):
Ὁρᾶτε μὴ καταφρονήσητε ἑνὸς
τῶν μικρῶν τούτων.
Ὅρα μὴ (ὁρᾶτε μὴ) μεθ’ ὁριστικῆς = κοίτα μή,
σκέψου μή:
Ὅρα μὴ παίζων ἔλεγε (= μήπως ἀστειευόμενος ἔλεγε).
β΄) μετὰ ἱστορικὸν χρόνον δι’ ὑποτακτικῆς ἢ
συνηθέστερον δι’ εὐκτικῆς τοῦ πλαγίου λόγου:
Ραχὴλ εἶχε
τρόμος, μὴ τι πάθοιεν τέκνα.
Σημείωσις. Αἱ ἐνδοιαστικαὶ προτάσεις ἀρχῆθεν ἦσαν
αὐτοτελεῖς, ἤτοι ἀνεξάρτητοι προτάσεις, αἱ ὁποῖαι ἐδήλουν κάτι τι, τὸ ὁποῖον ἀπέκρουεν
ὁ λέγων μετὰ φόβου. Ἐπειδὴ ὅμως πολλάκις ἐπροτάσσετο πρὸ αὐτῶν τὸ ῥῆμα, τὸ ὁποῖον
δηλοῖ τὴν συναισθηματικὴν κατάστασιν τοῦ λέγοντος (φοβοῦμαι, δέδοικα, ὑποπτεύω
κλπ.), εὔκολον ἦτο στενώτερον συνεκφερόμεναι αὗται μετ’ αὐτοῦ νὰ ἐκλαμβάνωνται ὡς
συμπλήρωμα τῆς ἐννοίας αὐτοῦ τοῦ προτασσομένου ῥήματος, ἤτοι ὡς ἐξαρτώμεναι ἐξ
αὐτοῦ μὲ τὸ μόριον μή, τὸ ὁποῖον οὕτω κατήντησε συνδετικὸν μόριον·
(πρβλ. § 124,2 καὶ 3).
Πρβλ. 1) δείδια· μὴ θήρεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα
γένωμαι = φοβοῦμαι· μὴ γίνω ἄγρα καὶ λεία τῶν θηρίων. 2) δείδια, μὴ θήρεσσιν
ἕλωρ καὶ κύρμα γένωμαι = φοβοῦμαι μὴ γίνω κλπ.
Αὐτοτελεῖς δὲ ἐνδοιαστικαὶ προτάσεις ἐκφέρονται
ὄχι μόνον μὲ τὸ μὴ ἢ μὴ οὐ καὶ ὑποτακτικήν, ἀλλὰ καὶ
μὲ τὸ ὅπως μὴ καὶ οὐ μὴ μὲ ὑποτακτικὴν ἢ καὶ ὁριστικὴν
τοῦ μέλλοντος:
Ἔκρινε γὰρ ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν Ἔφεσον, ὅπως
μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ Ἀσίᾳ.
Οὐ μὴ τοῖς ἐχθροῖς σου τὸ μυστήριον εἴπω.
9. Πλάγιαι ἐρωτήσεις
§ 151. 1) Πλάγιαι
ἐρωτήσεις λέγονται αἱ δευτερεύουσαι προτάσεις, αἱ ὁποῖαι περιέχουν ἐρώτησιν, ἡ ὁποία
ἔγινεν ἢ πρόκειται νὰ γίνῃ καὶ ἀνακοινοῦται εἰς κάποιον. (Πρβλ. Θὰ ταξιδέψῃς καὶ
σύ; = Μὲ ρωτάει, ἄν θὰ ταξιδέψω καὶ ἐγώ. ῏Ηρθα νὰ σὲ ρωτήσω, ἄν θὰ
ταξιδέψῃς καὶ σύ).
Αὗται εἰσάγονται
α) ἐὰν μὲν εἶναι ἐρωτήσεις ὁλικῆς ἀγνοίας (§
122,2, α΄) μὲ τὸ (ἐρωτηματικὸν) εἰ (= ἄν), αἱ δὲ διμελεῖς μὲ τὸ εἰ
- ἢ (= ἄν - ἢ), πότερον ἢ πότερα - ἤ, εἴτε
- εἴτε (= ἄν - ἤ). Εἰς δὲ τὸ δεύτερον μέλος διμελοῦς πλαγίας ἐρωτήσεως
ἡ ἄρνησις δύναται νὰ εἶναι οὐ ἢ μή.
Σημείωσις. Μετὰ τὸ ἀπορηματικὸν εἰ
ἡ ἄρνησις εἶναι οὐ (εἰ οὐ), ὅταν ὁ ἐρωτῶν προσδοκᾷ ἀπάντησιν
καταφατικήν, μὴ δέ, ὅταν ὁ ἐρωτῶν ἀμφιβάλλῃ ἄν ἡ ἀπάντησις, ἡ ὁποία
θὰ δοθῇ, θὰ εἶναι καταφατικὴ ἢ ἀποφατική:
Ἐρωτᾷς, εἰ οὐ καλή μοι δοκεῖ
εἶναι ἡ ῥητορικὴ (= ἄν δὲν μοῦ φαίνεται). Βούλεται ἐρέσθαι, εἰ
μαθὼν τίς τι μεμνημένος μὴ οἶδεν (μὴ τυχὸν δὲν γνωρίζει).(πρβλ.
§ 122,2, α΄, Σημ.).
β) ἐὰν δὲ εἶναι ἐρωτήσεις μερικῆς ἀγνοίας, μὲ
τὰς ἐρωτηματικὰς, ἀντωνυμίας καὶ τὰ ἐπιρρήματα, μὲ τὰ ὁποῖα εἰσάγονται καὶ αἱ ἀντίστοιχοι
εὐθεῖαι ἐρωτήσεις (§ 122,2, β΄) ἢ συνηθέστερον μὲ τὰς ἀντιστοίχους ἀναφορικὰς ἀντωνυμίας
καὶ ἐπιρρήματα, μάλιστα δὲ τὰ ἀοριστολογικὰ (ὅστις, ὁποῖος, ὁπόσος
κτλ. = τίς, ποῖος, πόσος κτλ. - ὅπου, ὅποι, ὁπόθεν κτλ. = ποῦ, ποῖ,
πόθεν κτλ., § 52,3, β΄).
2) Πλάγιαι ἐρωτήσεις ἀκολουθοῦν
α) μετὰ τὰ ῥήματα ἐρωτᾶν, ἀπορεῖν, θαυμάζειν,
σκοπεῖν ἢ σκοπεῖσθαι, λέγειν, δεικνύναι, αἰσθάνεσθαι, γιγνώσκειν καὶ ἄλλα,
τὰ ὁποῖα ἔχουν παρομοίαν σημασίαν.
β) μετὰ τὰ ῥήματα ἐπιμελεῖσθαι, φυλάττεσθαι,
πειρᾶσθαι καὶ ἄλλα, τὰ ὁποῖα ἔχουν παρομοίαν σημασίαν.
γ) μετὰ λέξεις ἢ φράσεις, αἱ ὁποῖαι ἔχουν
παρομοίαν πρὸς τὰ ἀνωτέρω ῥήματα σημασίαν.
3) Αἱ πλάγιαι ἐρωτήσεις ἐκφέρονται διὰ τῶν ἐγκλίσεων,
διὰ τῶν ὁποίων ἐκφέρονται καὶ αἱ ἀντίστοιχοι εὐθεῖαι ἐρωτήσεις. Ὅταν ὅμως αὗται
ἀκολουθοῦν μετὰ ἱστορικὸν χρόνον, συνηθέστερον ἐκφέρονται δι’ εὐκτικῆς τοῦ πλαγίου
λόγου, μάλιστα δὲ αἱ ἀπορηματικαὶ πλάγιαι ἐρωτήσεις:
Ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν
εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. (Εὐθεῖα ἐρώτησις: Σὺ εἶ
ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ;).
Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε
καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε.
(Εὐθεῖα ἐρώτησις: Τί φάγωμεν, τί πίωμεν καὶ τί ἐνδυσόμεθα;).
Ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί
εἴη ταῦτα.
Ἐπεχείρησας σαυτὸν ἐπισκοπεῖν, ὅστις
εἴης; (Εὐθεῖα ἐρώτησις: Τίς εἰμι;).
Ἐκ τούτου ἐρωτῶσιν, εἴ τις ἐθέλοι
συμπορεύεσθαι. (Τὸ ἐρωτῶσιν ἱστορικὸς ἐνεστὼς = ἠρώτησαν. Εὐθεῖα ἐρώτησις:
Τίς ἐθέλει κτλ.).
Ἀρίστιππος Σωκράτη ἤρετο, εἴ
τι εἰδείη ἀγαθόν. (Εὐθεῖα ἐρώτησις: Οἶσθά τι ἀγαθόν;).
Ἡρακλῆς ἠπόρει, ποτέραν τῶν
ὁδῶν τράπηται. (Εὐθεῖα ἐρώτησις: Ποτέραν τῶν ὁδῶν τράπωμαι;).
Σημείωσις α΄. Μετὰ τὰ ῤήματα, τὰ ὁποῖα ἔχουν τὴν
ἔννοιαν τοῦ φροντίζειν, ἀκολουθεῖ συνήθως πλαγία ἐρώτησις εἰσαγομένη μὲ
τὸ ὅπως καὶ ἐκφερομένη διὰ μέλλοντος ὁριστικῆς ἢ καὶ εὐκτικῆς μετὰ
ἱστορικὸν χρόνον:
Τὸν ποιμένα δεῖ ἐπιμελεῖσθαι, ὅπως
σῶαι ἔσονται αἱ οἶες.
Κῦρος ἐπεμέλετο, ὅπως
οἱ δουλεύοντες μὴ ἄσιτοι ἔσοιντο.
Ἐνίοτε δὲ τὸ ὅπως μὲ ὁριστικὴν
μέλλοντος λαμβάνεται εἰς ἀνεξάρτητον πρότασιν, ἵνα δηλωθῇ παραίνεσις ἢ, ἔντονος
προτροπή:
Ὅπως οὖν ἔσεσθε ἄνδρες ἄξιοι τῆς ἐλευθερίας, ἧς κέκτησθε (=
κοιτάξτε λοιπὸν νὰ φανῆτε ἄξιοι κλπ.).
Σημείωσις β΄. Πλάγιαι ἐρωτήσεις καὶ ἐνδοιαστικαὶ
ἢ τελικαὶ προτάσεις εἰσαγόμεναι διὰ τοῦ ὅπως, ὅπως μὴ ἢ μὴ
πολλάκις συμπίπτουν κατὰ τὴν σημασίαν.
Ἐξελθόντες δὲ οἱ Φαρισαῖοι συμβούλιον ἔλαβον
κατ' αὐτοῦ, ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσιν (πῶς θὰ τὸν σκοτώσουν ἢ γιὰ νὰ
τὸν σκοτώσουν).
10. Ἀναφορικαὶ προτάσεις
§ 152. 1) Ἀναφορικαὶ
προτάσεις λέγονται αἱ δευτερεύουσαι προτάσεις, αἱ ὁποῖαι εἰσάγονται μὲ ἀναφορικὰς
ἀντωνυμίας (§ 52) ἢ ἀναφορικὰ ἐπιρρήματα (οὗ, ὅπου, ὅθεν, ὡς, ὅπως κλπ.)
καὶ μὲ ταῦτα ἀναφέρονται (ἤτοι ἀποδίδονται) εἰς κάποιον ὅρον ἄλλης προτάσεως ῥητῶς
ἐκπεφρασμένον ἢ ἔξωθεν ἐννοούμενον:
Καὶ συνετέλεσεν ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ τὰ ἔργα
αὐτοῦ, ἃ ἐποίησε.
Καὶ ἔλαβε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε,
καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ.
Ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν,
οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε.
Καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν
τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν
λαόν μου τὸν Ἰσραήλ.
2) Μία ἀναφορικὴ πρότασις δύναται νὰ ἀναπληροῖ
κάποιον ὅρον ἄλλης, προτάσεως κύριον ἢ δευτερεύοντα, ἤτοι μία ἀναφορικὴ πρότασις
δύναται νὰ λαμβάνεται
α) ὡς ὑποκείμενον: Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε,
Χριστὸν ἐνεδύσασθε.
β) ὡς κατηγορούμενον: Οὗτός ἐστιν, ὅς ἀπέκτεινε
τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ (οὗτός ἐστιν ὁ φονεὺς τῶν ἱερέων).
γ) ὡς ἀντικείμενον: Ἀνήγγειλάν τε ὅσα ὁ Θεὸς
ἐποίησε μετ' αὐτῶν.
δ) ὡς προσδιορισμὸς οἱοσδήποτε: Καὶ ᾠκοδόμησεν
ὁ Θεὸς τὴν πλευράν, ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ ᾿Αδάμ, εἰς γυναῖκα (παράθεσις).
Ὁ δὲ Παῦλος εἶπεν· εὐξαίμην ἂν τῷ Θεῷ καὶ ἐν ὀλίγῳ
καὶ ἐν πολλῷ οὐ μόνον σέ, ἀλλὰ καὶ πάντας τοὺς ἀκούοντάς μου σήμερον γενέσθαι
τοιούτους ὁποῖος κἀγώ εἰμι, παρεκτὸς τῶν δεσμῶν τούτων (ἐπεξήγησις).
Καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ…ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ
παιδίον (ἐπιρρηματικὸς προσδιορισμός).
§ 153. Αἱ ἀναφορικαὶ
προτάσεις ἀναλόγως τοῦ περιεχομένου αὐτῶν καὶ τῆς σχέσεως τοῦ νοήματος αὐτῶν πρὸς
τὸ νόημα τῆς προτάσεως, ἐκ τῆς ὁποίας ἐξαρτῶνται διακρίνονται
1) εἰς ἀναφορικὰς προσδιοριστικὰς ἢ διασαφητικάς.
Οὕτω λέγονται αἱ ἀναφορικαὶ προτάσεις, οἱ ὁποῖαι χρησιμεύουν, ἵνα ἀκριβέστερον ὁρίσουν
ἢ διασαφήσουν ἕνα ὅρον μιᾶς προτάσεως ῥητῶς ἐκπεφρασμένον ἢ ἔξωθεν ἐννοούμενον.
Αὗται κατὰ τὸ περιεχόμενόν των δύνανται νὰ εἶναι ἢ προτάσεις κρίσεως (ἄρνησις οὐ)
ἢ προτάσεις ἐπιθυμίας (ἄρνησις μή), καὶ ἑπομένως ἐκφέρονται διὰ πάσης ἐγκλίσεως:
Λέγει πρᾶγμα, ὃ (οὐ) γίγνεται, ὅ
(οὐκ) ἐγένετο, ὃ (οὐ) γενήσεται, ὅ (οὐκ) ἂν γένοιτο, ὅ
(οὐκ) ἂν ἐγένετο, - ὅ (μὴ) γένοιτο, ὅ (μὴ) ποιῶμεν, ὅ (μὴ)
ποιεῖτε, (ὃ ποιήσατε), ὅ μὴ ποιήσητε.
Καὶ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, οἷος οὐκ ἐγένετο
ἀφ' οὗ οἱ ἄνθρωποι ἐγένοντο ἐπὶ τῆς γῆς.
2) εἰς ἀναφορικὰς αἰτιολογικάς. Οὕτω λέγοντα
αἱ ἀναφορικαὶ προτάσεις, αἱ ὁποῖαι δηλοῦν αἰτίαν· (ἄρνησις οὐ, ἐγκλίσεις
δὲ αἱ τῶν αἰτιολογικῶν προτάσεων, § 141):
Ὁ μὲν κατώκτιρε τὴν γυναῖκα, οἵου ἀνδρὸς
στέροιτο.
3) εἰς ἀναφορικὰς τελικάς. Οὕτω λέγοντᾳι
αἱ ἀναφορικαὶ προτάσεις, αἱ ὁποῖαι δηλοῦν σκοπόν. Αὗται ἐκφέρονται δι’ ὁριστικῆς
μέλλοντος· (ἄρνησις μή· πρβλ. § 142):
Δώσω ὑμῖν ἡγεμόνα, ὃς ὑμᾶς διὰ τῆς Ἐρυθρᾶς ἄξει
(γιὰ νὰ σᾶς ὁδηγήσῃ).
4) εἰς ἀναφορικὰς ἀποτελεσματικάς. Οὕτω
λέγονται αἱ ἀναφορικαὶ προτάσεις, αἱ ὁποῖαι δηλοῦν ἀποτέλεσμα. Αὗται ἐκφέρονται,
ὅπως αἱ ἀποτελεσματικαὶ προτάσεις, ἢ διά τινος τῶν ἐγκλίσεων προτάσεων κρίσεως
(§ 149, 1· ἄρνησις οὐ ), ἢ δι’ ἀπαρεμφάτου (§ 149, 2· ἄρνησις μή
).
Οὐδεὶς οὕτως ἀνόητός ἐστιν, ὅστις
πόλεμον πρὸ εἰρήνης αἱρεῖται (= ὥστε νὰ προτιμᾶ).
Ὁ Τίγρης ποταμὸς ἐστι ναυσίπορος, ὅν οὐκ
ἂν δυναίμεθα ἄνευ πλοίων διαβῆναι (= ὥστε οὐκ ἂν δυναίμεθα αὐτὸν κλπ.).
Οὐκ ἦν ὥρα, οἵα τὸ πεδίον ἄρδειν
(= ὥστε ἄρδειν).
Σημείωσις. Αἱ ἀναφορικαὶ προτάσεις, αἱ ὁποῖαι ἀντιστοιχοῦν
πρὸς ἀποτελεσματικὰς ἐκφερομένας διὰ τοῦ ὥστε μετ’ ἀπαρεμφάτου, ἐκφέρονται
καὶ δι’ ὁριστικῆς μέλλοντος· (ἄρνησις πάλιν μή):
Παῖδές μοι οὔπω εἰσίν, οἵ με θεραπεύσουσιν
(= ὥστε θεραπεύειν με).
5) εἰς ἀναφορικὰς ὑποθετικάς. Οὕτω λέγονται
αἱ ἀναφορικαὶ προτάσεις, αἱ ὁποῖαι ἰσοδυναμοῦν πρὸς ὑπόθεσιν· (ἐγκλίσεις αἱ τῶν
ὑποθετικῶν προτάσεων, ἄρνησις δὲ μή ).
α) Ἃ μή προσήκει, μήτ’ ἄκουε, μήθ’
ὅρα (= εἰ μή τινα προσήκει). (Βλ. § 144, 1).
β) Οὐκ ἄν ἐπεχειροῦμεν πράττειν, ἅ μὴ ἠπιστάμεθα
(= εἴ τινα μὴ ἠπιστάμεθα). (Βλ. § 144, 2).
γ) Ἐγὼ ὀκνοίην ἂν εἰς τὰ πλοῖα ἐμβαίνειν, ἅ
ἡμῖν Κῦρος δοίη (= εἴ τινα ἡμῖν δοίη). (Βλ. § 144, 3).
Καὶ
ὅσα Παῦλος ὑπ΄ἄλλων ἐρωτῶτο, ταχὺ ἀπεκρίνατο (ἐπανάληψις εἰς τὸ παρελθόν). (Βλ. § 144, 4, β΄, Σημ.).
δ) Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ'
ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην.(Βλ.
§ 144, 4, α΄).
Ὁ κεραυνός, οἷς ἂν ἐντύχῃ, πάντων
κρατεῖ (= ἐὰν τισιν ἐντύχῃ). (Βλ. § 144, 4, β΄).
Σημείωσις. ῞Οταν ὁ λόγος εἶναι πλάγιος, τίθεται
εἰς τὴν ἀναφορικῂν ὑποθετικὴν πρότασιν ἁπλῆ εὐκτικὴ ἀντὶ ὑποτακτικῆς μετὰ τοῦ
(δυνητικοῦ) ἄν:
Σωκράτης ἐτεκμαίρετο τὰς ἀγαθὰς φύσεις ἐκ τοῦ
ταχὺ μανθάνειν οἷς προσέχοιεν καὶ μνημονεύειν ἃ μάθοιεν.
(Πρβλ. Αἱ ἀγαθαὶ φύσεις ταχὺ μανθάνουσιν, οἷς ἄν προσέχωσι καὶ
μνημονεύουσιν, ἃ ἂν μάθωσι ).
§ 154. Οὐχὶ σπανίως
προτάσεις (συνηθέστερον κῶλα περιόδου ἢ περίοδοι) εἰσαγόμεναι μὲ τὴν ἀναφορικὴν
ἀντωνυμίαν ὅς, ἥ, ὅ συνδέονται λίαν χαλαρῶς μὲ τὰ προηγούμενα
καὶ εἶναι κατὰ τύπον μόνον ἀναφορικαὶ προτάσεις, κατ’ ἔννοιαν δὲ ἀνεξάρτητοι
προτάσεις συνδεόμεναι παρατακτικῶς μὲ τὰ προηγούμενα. Εἰς τὰς τοιαύτας ἀναφορικὰς
προτάσεις ἡ ἀντωνυμία ὅς (ἥ, ὃ) ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὴν δεικτικὴν οὗτος
(§ 45, 2) μὲ κάποιον παρατακτικὸν σύνδεσμον (καί, δέ, ἀλλὰ κλπ.):
Ὃς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν.
Σημείωσις. Βλ. καὶ § 52 καὶ ἐξῆς.
ΠΛΑΓΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
§ 155. 1) Τῶν λόγων
τινὸς λαμβάνει εἷς ἄλλος γνῶσιν ἢ ἀμέσως, ἤτοι ἀπ’ εὐθείας ἀκούων αὐτοὺς
ἐκ τοῦ στόματος ἐκείνου, ἢ ἐμμέσως, ἤτοι πληροφορούμενος αὐτοὺς παρὰ τρίτου,
ὁ ὁποῖος τοὺς ἤκουσε πρότερον. (Βρέχει. Λέει πὼς βρέχει - Θὰ φύγω αὔριον.
῾Ο Πέτρος εἶπε ὅτι θὰ φύγη αὔριον - Στεῖλε μου τὰ βιβλία. ῾ Ο Πέτρος
εἶπε νὰ τοῦ στείλω τὰ βιβλία).
2) Οἱ λόγοι τινὸς μεταδίδονται εἰς ἄλλον ὑπό
τινος (π.χ. ὑπὸ τοῦ συγγραφέως)
α) αὐτολεξεί, ὅπως ἐλέχθησαν, εἰς ἀνεξάρτητον
λόγον, μὲ πρόταξιν ἁπλῶς τῆς λέξεως: λέγει, εἶπε, ἔφη κ.τ.τ. ἢ ἐρωτᾷ,
ἠρώτησε ἢ ἤρετο κ.τ.τ.:
Καὶ ὅτε εἶδον αὐτόν, ἔπεσα πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ
ὡς νεκρός, καὶ ἔθηκε τὴν δεξιὰν αὐτοῦ χείρα ἐπ' ἐμὲ λέγων· «μὴ
φοβοῦ· ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος18 καὶ ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρός, καὶ ἰδοὺ
ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου…»
β) μεταβεβλημένοι κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον, ἀναλόγως
τῆς μορφῆς τῆς διηγήσεως, καὶ εἰς ἐξηρτημένον λόγον (μὲ μεταβεβλημένον τὸ πρόσωπον,
τὸν χρόνον τοῦ ῥήματος, τὴν ἔγκλισιν κλπ. Βλ. παρᾳδείγματα κατωτέρω).
3) ῾Ο λόγος τινός, ὅταν μεταδίδεται εἰς ἄλλον ἐξηρτημένος
ἀπὸ ἕν λεκτικὸν ἢ αἰσθητικὸν ἢ γνωστικὸν ἢ ἐρωτηματικὸν ῥῆμα, λέγεται πλάγιος
λόγος .
4) Εἷς πλάγιος λόγος δύναται νὰ προέρχεται ἀπὸ
μίαν κυρίαν πρότασιν κρίσεως ἢ ἐπιθυμίας ἢ ἐρωτηματικήν, δύναται ὅμως νὰ προέρχεται
ἐν μέρει μὲν ἀπὸ μίαν κυρίαν πρότασιν, ἐν μέρει δὲ ἀπὸ πρότασιν δευτερεύουσαν:
Ὁ
Πέτρος λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. (Εὐθ. λόγος. Σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ).
Ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν
εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. (Εὐθ. λόγος. Σὺ εἶ ὁ
Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ;).
Ἐκέλευον αὐτοὺς πορεύεσθαι . (Εὐθ.
λόγος. Πορεύεσθε).
Ο Κύριος εἶπε ὅτι ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός
του μοναὶ πολλαί εἰσιν· εἰ δὲ μή, εἶπεν ἂν ἡμῖν. (Εὐθ. λόγος. Ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ
πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν· εἰ δὲ μή, εἶπον ἂν ὑμῖν).
§ 156 . Εἰς τὸν πλάγιον λόγον
Α΄) αἱ κύριαι ἢ ἀνεξάρτητοι προτάσεις
τοῦ εὐθέος λόγου
1) ἐάν εἶναι προτάσεις κρίσεως, μετατρέπονται
εἰς εἰδικὰς προτάσεις (μετὰ ῥήματα λεκτικὰ ἢ γνωστικά, § 139 κ.ἑ.) ἢ εἰς
ἀπαρεμφατικὰς προτάσεις (μὲ εἰδικὸν ἀπαρέμφατον, μετὰ ῥήματα λεκτικὰ) ἢ
εἰς μετοχικὰς προτάσεις (μὲ κατηγορηματικὴν μετοχήν, μετὰ ῥήματα αἰσθητικὰ
ἢ γνωστικά):
Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.(Εὐθὺς λόγος).
Ὁ Πέτρος λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Πέτρος λέγει τὸν Χριστὸν εἶναι τὸν Υἱὸν
τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Πέτρος ἔγνω τὸν Χριστὸν ὄντα τὸν Υἱὸν
τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Πέτρος ἔγνω ὅπως ὁ Χριστὸς εἴη ὁ Υἱὸς τοῦ
Θεοῦ.
Ὁ Κύριος οἴχεται. (Εὐθὺς λόγος).
Οἱ μαθηταὶ εἴκαζον τὸν Κύριον οἴχεσθαι.
2) ἐὰν εἶναι προτάσεις ἐπιθυμίας (διαταγαί, ἀξιώσεις,
εὐχαί, κ.τ.τ), μετατρέπονται εἰς ἀπαρεμφατικὰς προτάσεις (μὲ ἀπαρέμφατον
τελικόν, μετὰ ῥήματα λεκτικὰ ἢ κελευστικὰ ἢ εὐχετικὰ κ.τ.τ.):
Ὁ Χριστὸς ἐκέλευσεν φέρειν τοὺς ἰχθύας. (Εὐθὺς
λόγος: ὁ δὲ εἶπε· φέρετέ μοι τοὺς ἰχθύας).
Ὁ ἄγγελος προσέταξε ταῖς γυναιξί εἰπεῖν τοῖς
μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν. (Εὐθὺς λόγος: Ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν.
3) ἐὰν εἶναι ἐρωτηματικαὶ προτάσεις (ἤτοι εὐθεῖαι
ἐρωτήσεις), μετατρέπονται εἰς πλαγίας ἐρωτήσεις:
Ἐξορκίζω
σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ
Θεοῦ. (Εὐθ. λόγος. Σὺ εἶ ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ;). Βλ. § 151 κ. ἑ.
Β΄) αἱ δευτερεύουσαι ἢ ἐξηρτημέναι
προτάσεις τοῦ εὐθέος λόγου 1) μετὰ ῥῆμα ἀρκτικοῦ χρόνου διατηροῦν καὶ εἰς τὸν
πλάγιον λόγον τὸν χρόνον καὶ τὴν ἔγκλισιν τοῦ εὐθέος λόγου:
Λέγουσιν ὡς, ἐπειδάν τις ἀγαθὸς ὣν
τελευτήσῃ, μεγάλην τιμὴν ἔχει. (Εὐθὺς λόγος: ᾽Επειδάν τις ἀγαθὸς ὢν
τελευτήσῃ, μεγάλην κτλ.).
῾Ορῶ σε, ὦ ῾Ηράκλεις, ἀποροῦντα, ποίαν ὁδὸν
ἑπὶ τὸν βίον τράπῃ. (Εὐθὺς λόγος: Ποίαν ὁδὸν τράπωμαι; ἀπορῶ.).
2) μετὰ ῥῆμα ἱστορικοῦ χρόνου διατηροῦν πάντοτε
μόνον τὴν δυνητικὴν ὁριστικὴν ἢ τὴν δυνητικὴν εὐκτικήν, τὴν δὲ ἁπλῆν ὁριστικὴν ἢ
τὴν ὑποτακτικὴν (μετὰ τοῦ ἂν ἢ ἄνευ τοῦ ἂν) συνήθως τὴν μετατρέπουν
εἰς εὐκτικὴν τοῦ πλαγίου λόγου, τὴν διατηροῦν δὲ μόνον, ὅταν πρόκειται νὰ δηλωθῇ
ὅτι ὁ διηγούμενος ἐκφέρει τὸ εἰς τὴν δευτερεύουσαν ταύτην πρότασιν περιεχόμενον
νόημα οὐχὶ ὡς ἰδικήν του σκέψιν, ἀλλ’ ὡς ἀπὸ μέρους τοῦ προσώπου, περὶ οὗ ὁ λόγος:
Ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός
του μοναὶ πολλαί εἰσιν· εἰ δὲ μή, εἶπεν ἂν ὑμῖν. (Εὐθὺς λόγος:ἐν τῇ οἰκίᾳ
τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν· εἰ δὲ μή, εἶπον ἂν ὑμῖν).
Πέτρος ἔλεγεν ὅτι Ἰησοῦς εἴη ὁ Υἱὸς τοῦ
Θεοῦ. (Εὐθὺς λόγος: Ἰησοῦς ἐστὶ ὁ Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ).
Ηὔξαντο σωτὴρια θύσειν, ἔνθα πρῶτον εἰς
φιλίαν γῆν ἀφίκοιντο. (Εὐθὺς λόγος: Σωτήρια θύσομεν, ἔνθα ἂν πρῶτον
εἰς φιλίαν γῆν ἀφικώμεθα).
Εἶπεν ὅτι, ἐπειδὰν ἡ στρατεία λήξῃ, εὐθὺς
ἀποπέμψει αὐτόν. (᾽Ηδύνατο νὰ λεχθῆ καί: Εἶπεν ὅτι, ἐπειδὴ ἡ στρατεία λήξειε,
εὐθὺς ἀποπέμψοι αὐτόν. Εὐθὺς λόγος: ᾽Επειδὰν ἡ στρατεία λήξη, εὐθὺς ἀποπέμψω
σε).
Σημείωσις. Πολλάκις εἰς τὸν πλάγιον λόγον πρότασις
αἰτιολογικὴ εἰσαγομένη μὲ τὸ γὰρ ἢ ἄλλη τις δευτερεύουσα πρότασις
ἐκφέρεται δι’ ἀπαρεμφάτου ἀντὶ νὰ ἐκφέρεται δι’ ὁριστικῆς ἢ εὐκτικῆς τοῦ πλαγίου
λόγου:
Ὁ δὲ αὐτοὺς εἰς Λακεδᾳίμονα ἐκέλευεν
ἰέναι· οὐ γὰρ εἶναι κύριος αὐτὸς (= οὐ γὰρ ἦν - ἢ - εἶη
κύριος αὐτὸς = διότι, καθὼς ἔλεγε, δὲν ἦτο κλπ.). (Εὐθὺς λόγος: ῎ Ιτε εἰς
Λακεδαίμονα· οὐ γὰρ εἰμι κύριος ἐγώ).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΡΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ
1. Τὸ ἀπαρέμφατον
§ 157. 1) Τὸ ἀπαρέμφατον
ἀρχῆθεν εἶναι ἀφῃρημένον ῥηματικὸν οὐσιαστικὸν ἄκλιτον, πτώσεως δοτικῆς (καθαρᾶς,
ἤτοι τοῦ σκοποῦ, ἢ τοπικῆς. Πρβλ. § 28,6 καὶ 7.).
Μὲ τὴν ἀρχικήν του δὲ σημασίαν τοῦ σκοποῦ
ἢ τοῦ ἀποτελέσματος κανονικῶς λαμβάνεται τὸ ἀπαρέμφατον μετὰ τὰ ῥήματα βαίνειν,
φέρειν, διδόναι, καταλείπειν, αἱρεῖσθαι (= ἐκλέγειν), πέμπειν
καὶ ἄλλα συνώνυμα:
Κἀγὼ οὐκ ἤδειν αὐτόν, ἀλλ' ὁ πέμψας με βαπτίζειν
ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν.
Τὴν πόλιν φυλάττειν αὐτοῖς παρέδωκαν
(= νὰ τὴν φυλάγουν).
Σημείωσις. Μὲ τὴν σημασίαν τοῦ σκοποῦ λαμβάνεται
ἐνίοτε εἰς τοὺς πεζοὺς συγγραφεῖς τὸ ἀπαρέμφατον μὲ τὸ ἄρθρον τοῦ
:
Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἑμὰ πταίσματα.
2) ῾Η ὀνοματικὴ φύσις τοῦ ἀπαρεμφάτου καταφαίνεται
κυρίως ἐκ τοῦ ὅτι τοῦτο δύναται νὰ συνεκφέρεται μετὰ τοῦ (οὐδετέρου) ἄρθρου κατὰ
πᾶσαν πτῶσιν:
Τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων
μου οὐκ ἐστινἑμόν.
Τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν.
Νίκησον
ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς.
῾Η δὲ ῥηματικὴ φύσις αὐτοῦ καταφαίνεται ἐκ τοῦ
ὅτι δύναται νὰ προσδιορίζεται δι’ ἐπιρρήματος, ὅπως καὶ τὸ ρῆμα, ἐκ τοῦ ὅτι ἔχει
τὸ ἀντικείμενόν του εἰς τὴν αὐτὴν πτῶσιν μὲ τοὺς ἄλλους τύπους τοῦ οἰκείου ῥήματος,
ἐκ τοῦ ὅτι ἔχει χρόνους καὶ διάθεσιν, καὶ τέλος ἐκ τοῦ ὅτι δύναται νὰ συνάπτεται
μετ’ αὐτοῦ τὸ δυνητικὸν μόριον ἄν· (§ 117, 2 καὶ 119, 2 κ.ἑ.):
Ἐν
δὲ τῷ καθεύδειν
τοὺς ἀνθρώπους ἦλθεν αὑτοῦ ὁ ἐχθρὸς καὶ ἔσπειρε ζιζάνια.
§ 158. Τὸ ἀπαρέμφατον
ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀντιστοιχεῖ ἢ πρὸς εἰδικὴν πρότασιν (πρβλ. § 156, 1) καὶ τότε
λέγεται εἰδικὸν ἀπαρέμφατον ἢ πρὸς οἱανδήποτε πρότασιν ἐπιθυμίας (πρβλ.
§ 156, 2) καὶ τότε λέγεται τελικὸν ἀπαρέμφατον. Εἰς δὲ τὴν νέαν γλῶσσαν,
(ἡ ὁποία κυρίως εἰπεῖν στερεῖται ἀπαρεμφάτου), τὸ μὲν εἰδικὸν ἀπαρέμφατον ἀποδίδεται
δι’ εἰδικῆς προτάσεως (ὅτι... πὼς...), τὸ δὲ τελικὸν ἀπαρέμφατον ᾀποδίδεται διὰ
προτάσεως βουλητικῆς, ἤτοι διὰ τοῦ νὰ καὶ ὑποτακτικῆς:
Τίνα
με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;
Ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν
πρός με.
§ 159. Σύναρθρον τὸ ἀπαρέμφατον λαμβάνεται κανονικῶς μέν, ὅταν χρησιμοποιῆται ὡς ἀντικείμενον
ἢ ὡς προσδιορισμὸς κατὰ γενικὴν ἢ δοτικὴν πτῶσιν, ἢ ὅταν συνάπτεται μὲ προθέσεις,
πολλάκις δὲ καὶ ὅταν χρησιμοποιῆται ὡς ὑποκείμενον ἢ ὡς ἀντικείμενον κατ’ αἰτιατικὴν
ἢ ὡς ἐπεξήγησις:
Τοῦ ζῆν αὐτὸν ἀπεστέρησεν.
Τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν.
Ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με, σταυρῷ με προσηλώσατε.
Ἐν
δὲ τῷ καθεύδειν
τοὺς ἀνθρώπους ἦλθεν αὑτοῦ ὁ ἐχθρὸς καὶ ἔσπειρε ζιζάνια.
Οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα
Θεῷ.
Τοῦτό ἐστι τὸ ἀδικεῖν, τὸ πλέον τῶν ἄλλων ζητεῖν
ἔχειν.
§ 160. Τὸ ἄναρθρον
ἀπᾳρέμφατον χρησιμοποιεῖται
1) ὡς ὑποκείμενον : Ἄξιον ἐστὶν ὡς ἀληθῶς
μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον.
Ἐκ
τοῦ αὐτοῦ στόματος ἐξέρχεται εὐλογία καὶ κατάρα. οὐ χρή, ἀδελφοί μου, ταῦτα
οὕτω γίνεσθαι. (§ 164).
2) ὡς κατηγορούμενον : Τὸ λακωνίζειν ἐστὶ
φιλοσοφεῖν.
3)
ὡς ἀντικείμενον : Ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν. (§. 163).
4) ὡς ἐπεξήγησις
: Ἔδοξε γὰρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλὴν τῶν
ἐπάναγκες τούτων, ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος καὶ πνικτοῦ
καὶ πορνείας. (§ 23).
5) ὡς προσδιορισμὸς τοῦ κατά τι ἢ τῆς ἀναφορᾶς.
Οὕτω δὲ λαμβάνεται συνηθέστατα τὸ ἀπαρέμφατον μὲ τὰ ἐπίθετα: ἀγαθός, ἐπιτήδειος,
ἱκανός, δεινός, ἄξιος, ῥᾴδιος, χαλεπός, ἡδὺς κ.ἄ.τ.
Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι Υἱὀς σου.
Ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοὶ
ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι.
Δεινὸς λέγειν.
Ῥᾴδια πάντα θεῷ τελέσαι.
6) ἀπολύτως, εἰς μικρὰς στερεοτύπους ἐκφράσεις,
αἱ ὁποῖαι ἀναφέρονται εἰς τὸ ὅλον περιεχόμενον μιᾶς προτάσεως καὶ περιορίζουν κάπως
τὴν ἔκτασιν τοῦ νοήματος αὐτοῦ. Τοιαῦται ἐκφράσεις εἶναι: ἑκων εἶναι (= ὅσον ἐξαρτᾶται
ἀπὸ τὴν θέλησιν), τὸ κατὰ τοῦτον εἶναι (= ὅσον ἀφορᾷ εἰς τοῦτον) τὸ ἐπὶ τούτῳ εἶναι
(= ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπὸ τοῦτον), τὸ νῦν εἶναι (= ὅσον γιὰ τώρα), ἐμοὶ δοκεῖν ἢ ὡς
ἐμοὶ δοκεῖν (= ὅπως νομίζω ἐγώ, κατὰ τὴν γνώμην μου), ὀλίγου δεῖν ἢ μικροῦ δεῖν
(= λίγο λείπει ἢ ἔλειψε σχεδὸν), ὡς εἰπεῖν ἢ ὡς ἕπος εἰπεῖν (= γιὰ νὰ πῶ ἔτσι),
ὡς συντόμως ἐπεῖν ἠ συνελόντι εἰπεῖν (=γιὰ νὰ μιλήσω συντόμως) κ.ἄ.τ.:
Σημείωσις. Και τὸ ἀπολύτως λαμβανόμενον ἀπαρέμφατον
δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἀπαρέμφατον τοῦ κατά τι ἢ τῆς ἀναφορᾶς, τὸ ὁποῖον ὅμως
προσδιορίζει οὐχί μίαν λέξιν, ἀλλ’ ὁλόκληρον πρότασιν. Ἀμφότερα δὲ πάλιν τὰ ἀπαρέμφατα
ταῦτα κυρίως εἶναι ἀπαρέμφατα τοῦ σκοποῦ (§ 157, 1).
7) ἀντὶ προστακτικῆς, ἐνίοτε δὲ καὶ ἀντὶ
εὐκτικῆς (εὐχετικῆς):
Ὢ ξεὶν΄ἀγγέλειν Λακεδαιμονίοις.
Κύριε,
μή με δουλείας τυχεῖν (μὴ τύχοιμι, εἴθε νὰ μὴ
μοῦ τύχῃ).
8) ἐπιφωνηματικῶς, εἰς ἀναφωνήσεις:
Ἐμὲ τάδε παθεῖν, φεῦ! (= ἐγὼ νὰ
τὰ πάθω αὐτά!).
Σημείωσις. Βλ. καὶ· § 157,1.
§ 161. Τὸ ὑποκείμενον
τοῦ ἀπαρεμφάτου. (Ἀπαρεμφατικὴ σύνταξις). ῾Υποκείμενον τοῦ ἀπαρεμφάτου δύναται
νὰ εἶναι
1) αὐτὸ τὸ ὑποκείμενον τοῦ ῥήματος, ἐκ τοῦ ὁποίου
ἐξαρτᾶται τὸ ἀπαρέμφατον. (Ταυτοπροσωπία):
Ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν. (αὐτὸς ἐβουλήθη,
αὐτὸς ἀπολῦσαι).
2) τὸ ἀντικείμενον τοῦ ῥήματος, ἐκ τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται
τὸ ἀπαρέμφατον, ἢ ἄλλο ὄνομα. (Ἑτεροπροσωπία):
Τίνα
με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; (λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι,
εἶναι τὸν Υἱόν).
Σημείωσις. ῾Η ἑνικὴ αἰτιατικὴ τινὰ
ὡς γενικὸν καὶ ἀόριστον ὑποκείμενον ἀπαρεμφάτου συνήθως παραλείπεται, καὶ ὅταν ἀκόμη
ὑπάρχουν προσδιορισμοὶ αὐτῆς:
Ἀδύνατόν ἐστιν πονηρὸν ὄντα καλοὺς
κἀγαθοὺς φίλους κτήσασθαι (= κτήσασθαί τινα ὄντα πονηρὸν = νὰ ἀποκτήσῃ
τις ὤν πονηρὸς).
§ 162. Τὸ ὑποκείμενον
τοῦ ἀπαρεμφάτου, καθὼς καὶ τὸ κατηγορούμενον τοῦ ὑποκειμένου, ἂν ὑπάρχῃ, καὶ οἱ
προσδιορισμοὶ αὐτοῦ ἐν γένει ἐπὶ ἑτεροπροσωπίας κανονικῶς ἐκφέρονται κατὰ πτῶσιν
αἰτιατικήν. Ὅταν δὲ ὑποκείμενον τοῦ ἀπαρεμφάτου εἶναι ἀντικείμενον τοῦ ῥήματος
κατὰ πτῶσιν γενικὴν ἢ δοτικήν, τότε τὸ κατηγορούμενον ἢ προσδιορισμός τις τοῦ ἀντικειμένου
τούτου δύναται μὲν νὰ ἐκφέρεται καὶ αυτὸς κατὰ πτῶσιν γενικὴν ἢ δοτικήν, δύναται
ὅμως νὰ ἐκφέρεται καὶ κατ᾽ αἰτιατικήν:
Τίνα
με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;
Ἱδόντες αὐτόν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἔδοξαν
φάντασμα εἶναι.
Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν
ἐπὶ τὰ ὕδατα.
Σημείωσις. Ἀρχῆθεν τὸ ὑποκείμενον τοῦ ἀπαρεμφάτου
καθὼς καὶ οἱ προσδιορισμοὶ αὐτοῦ ἐξεφέροντο κατ’ ὀνομαστικὴν πτῶσιν, ὅπως τὸ ὑποκείμενον
καὶ οἱ προσδιορισμοὶ παντὸς ἐν γένει ῥηματικοῦ τύπου. Ἡ δὲ λεγομένη ἀπαρεμφατικὴ
σύνταξις, ἤτοι ἡ σύνταξις τοῦ ἀπαρεμφάτου μὲ ὑποκείμενον κατ’ αἰτιατικὴν (ἐπὶ
ἑτεροπροσωπίας), προῆλθεν ἐξ ἀποσπάσεως ἀπὸ προτάσεις εἰς τὰς ὁποίας ὑπῆρχον ῥήματα
συντασσόμενα μὲ ἀντικείμενον κατ’ αἰτιατικὴν καὶ ἀπαρέμφατον. Εἰς προτάσεις δηλαδή,
ὁποία π.χ.
μένειν αὐτοὺς ἐκέλευσε, ἡ αἰτιατικὴ, αὐτούς, ἡ ὁποία κυρίως εἶναι ἀντικείμενον
τοῦ ῥήματος τῆς προτάσεως ἐκέλευσε (= τοὺς διέταξε νὰ μένουν), ἧτο δυνατὸν
νὰ συνδεθῇ στενότερον μὲ τὸ ἀπαρέμφατον μένειν καὶ νὰ νομισθῇ ὅτι εἰς αὐτὸ
κυρίως ἀνήκει ὡς ὑποκείμενον (= διέταξε αὐτοὶ νὰ μένουν).
Ἀπὸ
τοιαύτας λοιπὸν προτάσεις σὺν τῷ χρόνῳ παρήχθη ἡ λεγομένη ἀπαρεμφατικὴ σύνταξις·
ἤτοι, ἐπειδὴ εἰς αὐτὰς ἐνομίσθη ὅτι τὸ ὑποκείμενον τοῦ ἀπαρεμφάτου πρέπει νὰ ἐκφέρεται
κατ’ αἰτιατικήν, ἤρχισε νὰ τίθεται αἰτιατικὴ μετ’ ἀπαρεμφάτου καὶ κατόπιν ῥημάτων,
τὰ ὁποῖα δὲν συντάσσονται μὲ ἀντικείμενον κατ’ αἰτιατικήν, ἀλλὰ μὲ γενικὴν ἢ
δοτικήν, ἢ κατόπιν ἀπροσώπων ῥημάτων ἢ ἐκφράσεων:
Δέομαι ὑμᾶς συγγνώμην ἔχειν
(πρβλ. δέομαί τινος).
Κίνδυνός ἐστι
πολλοὺς ἀπόλλυσθαι.
Τέλος δὲ ἤρχισε νὰ χρησιμοποιῆται ἡ ἀπαρεμφατικὴ
σύνταξις καὶ ἐπὶ ταυτοπροσωπίας, ἰδίᾳ ἐπὶ ἐμφάσεως ἢ ἀντιθέσεως:
Ἐμὲ παθεῖν ταῦτα,
φεῦ!
§ 163. Ἄναρθρον
ἀπαρέμφατον (ὡς συμπλήρωμα τῆς ἐννοίας αὐτῶν, ἤτοι) ὡς ἀντικείμενον δέχονται
πλεῖστα ῥήματα.
1) Εἰδικὸν ἀπαρέμφατον (κατὰ πάντα χρόνον)
ὡς ἀντικείμενον δέχονται τὰ ῥήματα τὰ λεκτικὰ καὶ τὰ δοξαστικά, ὡς: λέγω,
φημί, ὁμολογῶ κτλ. δοκῶ, νομίζω, οἴομαι κτλ. (ἄρνησις κανονικῶς οὐ,
σπανιώτερον μή ):
Σαδδουκαῖοι μὲν γὰρ λέγουσι μὴ εἶναι
ἀνάστασιν.
Ὡμολόγησεν
αὐτῇ δοῦναι ὃ ἐὰν αἰτήσηται. (Βλ. καὶ § 140, Σημ. δ΄).
2) Τελικὸν ἀπαρέμφατον (κατὰ πάντα χρόνον,
πλὴν μέλλοντος) ὡς ἀντικείμενον δέχονται τὰ ῥήματα τὰ ἐφετικά, τὰ κελευστικὰ ἢ
προτρεπτικά, τὰ κωλυτικὰ ἢ ἀπαγορευτικά, τὰ δυνητικὰ καὶ ἄλλα, τὰ ὁποῖα ἔχουν
παρομοίαν σημασίαν ὡς ἐφίεμαι, ἐπιθυμῶ, ποθῶ, ἐθέλω, βούλομαι, φοβοῦμαι δέδοικα
(= ἐκ φόβου δὲν θέλω τι) κλπ., κελεύω, λέγω (= διατάσσω), προτρέπω,συμβουλεύω,
πείθω (= προσπαθῶ νὰ πείσω), ἀπαγορεύω, κωλύω, δύναμαι, ἔχω (= δύνομαι),
πέφυκα (= εἶμαι πλασμένος, εἶμαι φύσει ἐπιτήδειος), ἐπίσταμαι, οἶδα
(= γνωρίζω ἢ εἶμαι ἱκανός), μανθάνω κτλ. (ἄρνησις μή ):
Ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι
αὐτήν.
Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω
ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι.
Πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν
ἃ βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν.
Σημείωσις. Τὰ ῥήματα ὑπισχνοῦμαι, ἐπαγγέλλομαι,
ὄμνυμι, ἐλπίζω, προσδοκῶ κανονικῶς συντάσσονται μὲ ἀπαρέμφατον μέλλοντος χρόνου,
διότι ταῦτα ἀναφέρονται εἰς κάποιαν μέλλουσαν πρᾶξιν, ἡ δὲ ἄρνησις ἐπὶ τοῦ ἀπαρεμφάτου
τούτου κανονικῶς εἶναι μή, διότι διὰ τῶν εἰρημένων ῥημάτων ἐκφράζεται
κυρίως κάποια ἐπιθυμία τοῦ ὑποκειμένου:
Προσδοκῶ γενήσεσθαι
ἀνάστασιν νεκρῶν.
Ὤμοσαν μὴ προδώσειν ἀλλήλους (= ὅτι
δὲν θὰ προδώσουν ἢ νὰ μὴ προδώσουν). (Βλ. καὶ § 115, Σημ.).
Τὸ ἄναρθρον ἀπαρέμφατον ὡς ὑποκείμενον
Ἀπρόσωπα ῥήματα
§ 164. 1) Ἀπρόσωπα
(ἢ τριτοπρόσωπα) ῥήματα λέγονται τὰ ῥήματα, τὰ ὁποῖα (ἀποκλειστικῶς ἢ) συνήθως
λαμβάνονται εἰς τὸ γ΄ ἑνικὸν πρόσωπον ἄνευ προσωπικοῦ ὑποκειμένου, ὡς: χρή,
δεῖ, μέλει, μεταμέλει, μέτεστι, παρεσκεύασται, παρεσκεύαστο κτλ.
Δεῖ χρημάτων (= ὑπάρχει ἀνάγκη χρημάτων).
Ἐκ τοῦ αὐτοῦ στόματος ἐξέρχεται εὐλογία καὶ
κατάρα. οὐ χρή (δὲν πρέπει), ἀδελφοί μου, ταῦτα οὕτω γίνεσθαι.
Μετὰ τοῦ ἀπροσώπου ῥήματος συνάπτεται συνήθως
προσδιορισμὸς κατὰ δοτικὴν δηλῶν τὸ πρόσωπον, εἰς τὸ ὁποῖον ἀναφέρεται ἡ ἔννοια
αὐτοῦ. (Δοτικὴ προσωπική , § 71,5):
Μέλει μοί τινος (= μὲ μέλει γιὰ κάτι τι).
2) Μὲ τὰ ἀπρόσωπα ῥήματα καὶ μὲ ἀπρόσωπες ἐκφράσεις,
αἱ ὁποῖαι ἀποτελοῦνται ἀπὸ ἓν οὐσιαστικὸν ἢ ἀπὸ τὸ οὐδέτερον κάποιου ἐπιθέτου
καὶ τὸ ῥῆμα ἐστί, ἢ ἀπὸ κάποιο ἐπίρρημα καὶ τὸ ῥῆμα ἔχει,
συντάσσεται συνήθως ἄναρθρον ἀπαρέμφατον ὡς ὑποκείμενον αὐτῶν. Οὕτω συντάσσονται
α΄) μὲ τελικὸν ἀπαρέμφατον (§ 158) τὰ ἀπρόσωπα
ρήματα χρή, δεῖ, πρέπει, προσήκει, δοκεῖ (= φαίνεται καλόν), μέλλει
(= πρόκειται), εἵμαρται, εἵμαρτο, ἔστι, ἔνεστι, πάρεστι, οἶόν τέ ἐστι (=
εἶναι δυνατόν), ἔξεστι (= ἐπιτρέπεται), ἐγχωρεῖ, ἐνδέχεται, συμβαίνει
κλπ. καὶ αἱ ἀπρόσωπαι φράσεις καλῶς ἔχει, ἀναγκαίως ἔχει, κλπ. ἀνάγκη
(ἐστί), ὥρα (ἐστί), καιρός (ἐστι), ἄξιόν (ἐστι), δυνατόν (ἐστι), ἀδύνατόν (ἐστι),
ῥᾴδιόν (ἐστι), χαλεπόν (ἐστι), εἰκός (ἐστι = φυσικὸν ἢ ἑπόμενον εἶναι) κλπ.
(ἄρνησις μή ):
Ἐκ τοῦ αὐτοῦ στόματος ἐξέρχεται εὐλογία καὶ
κατάρα. οὐ χρή (δὲν πρέπει), ἀδελφοί μου, ταῦτα οὕτω γίνεσθαι.
Ἀδύνατον ψεύσασθαι
Θεόν.
Ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι.
Οὐκ ἔξεστι βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν
κορβανᾶν, ἐπεὶ τιμὴ αἵματός ἐστι.
Ὃς
ἐὰν μὴ ἔχει, καὶ ὃ δοκεῖ ἔχειν ἀρθήσεται ἀπ΄αὐτοῦ.
Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ
ἡμῖν μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλὴν τῶν ἐπάναγκες…
(§ 162).
β΄) μὲ εἰδικὸν ἀπαρέμφατον (§ 153) τὰ ἀπρόσωπα
ῥήματα λέγεται, ὁμολογεῖται, ἀγγέλλεται, ᾂδεται, θρυλεῖται, νομίζεται,
δοκεῖ (= φαίνεται, νομίζεται) κ.ἄ.:
Ὁμολογεῖται τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι (= ὅτι ἡ πόλις ἡμῶν ἐστι).
Σημείωσις. Πολλάκις ἐπὶ τῶν ἀνωτέρω
χρησιμοποιεῖται ἀντὶ τῆς ἀπροσώπου προσωπικὴ σύνταξις καὶ οὕτως ἐξαίρεται μᾶλλον
τὸ πρόσωπον, τὸ ὁποῖον ἐνεργεῖ ἢ πάσχει, ὅ,τι σημαίνει τὸ ἀπαρέμφατον:
Πολλοῦ δέω ἐγὼ ὑπὲρ ἐμαυτοῦ
ἀπολογεῖσθαι (= πολὺ ἀπέχω ἐγὼ ἀπὸ τὸ νὰ κτλ.῾Η ἀπρόσωπος
σύνταξις θὰ ἧτο: πολλοῦ με δεῖ ὑπὲρ ἐμαυτοῦ ἀπολογεῖσθαι).
Ἡ προσωπικὴ σύνταξις εἶναι συνήθης ἐπὶ τοῦ δοκεῖν,
ὅταν τοῦτο λαμβάνεται μὲ τὴν σημασίαν τοῦ φαίνεσθαι ἢ νομίζεσθαι:
Ὃς
ἐὰν μὴ ἔχῃ, καὶ ὃ δοκεῖ ἔχειν ἀρθήσεται ἀπ΄αὐτοῦ.
2. ῾Η μετοχὴ
§ 165. 1) Ἡ
μετοχὴ εἶναι ῥηματικὸν ἐπίθετον, τὸ ὁποῖον ὅμως δηλοῖ καὶ χρόνον καὶ διάθεσιν, ὅπως
τὸ ρῆμα. (πρβλ. λύων, λύουσα, λῦον· λυόμενος, λυομένη, λυόμενον - λύσας, λύσασα,
λῦσαν· λυθείς, λυθεῖσα, λυθὲν κλπ.).
Ἡ ῥηματικὴ φύσις τῆς μετοχῆς καταφαίνεται πρὸς
τοῖς ἄλλοις ἐκ τούτου, ὅτι δύναται νὰ συνάπτεται μετ’ αὐτῆς τὸ δυνητικὸν μόριον
ἄν.
2) ῾Η μετοχὴ χρησιμοποιεῖται
α΄) ὅπως πᾶν ἐπίθετον, ὡς ἐπιθετικὸς
προσδιορισμὸς ἢ ὡς κατηγορούμενον ἢ κατηγορηματικὸς προσδιοριμός. (Ἐπιθετικὴ
μετοχὴ - κατηγορηματικὴ μετοχή).
β΄) ὡς ἐπιρρηματικὸς προσδιορισμός. (᾽Επιρρηματικὴ
μετοχή).
§ 166. ᾽Επιθετικὴ μετοχή. 1) Ἡ ἐπιθετικὴ μετοχὴ ἐκφέρεται συνήθως μὲ τὸ ἄρθρον, δύναται δὲ νὰ ἀναλύεται
εἰς ἀναφορικὴν πρότασιν εἰσαγομένην μὲ τὸ ὃς ἢ ὅστις,
(διὸ λέγεται καὶ ἀναφορικὴ μετοχή):
Ἐγὼ
εἰμὶ ὁ Ὤν.
2) ῾Η σύναρθρος ἐπιθετικὴ μετοχή, ὅπως καὶ πᾶν
σύναρθρον ἐπίθετον, δύναται νὰ λαμβάνεται καὶ ἀντὶ οὐσιαστικοῦ:
Ὁ παιδεύων κακοὺς
λήψεται ἑαυτῷ ἀτιμίαν (= πᾶς ὅστις…).
Ὁ ἀγαπῶν παιδείαν,
ἀγαπᾷ αἴσθησιν, ὁ δὲ μισῶν ἐλέγχους ἄφρων. (Πρβλ. § 26).
§ 167. Κατηγορηματικὴ
μετοχή. Ἡ μετοχὴ ὡς κατηγορούμενον ἢ ὡς κατηγορηματικὸς προσδιορισμὸς (§
27) δύναται νὰ ἀναφέρεται ἢ εἰς τὸ ὑποκείμενον τοῦ ῥήματος ἢ εἰς τὸ ἀντικείμενον
αὐτοῦ:
Αἰτεῖτε καὶ λήψεσθε,
ἵνα ἡ χαρὰ ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη.
Καὶ
τὴν πόλιν τὴν Ἁγίαν Ἱερουσαλὴμ καινὴν εἶδον καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ
οὐρανοῦ.
Α΄) Μὲ κατηγορηματικὴν μετοχὴν ἀναφερομένην εἰς
τὸ ὑποκείμενον αὐτῶν συντάσσονται
1) τὸ ρῆμα εἶναι καὶ ρήματα ἢ φράσεις
ποὺ σημαίνουν ἰδιαίτερόν τινα ὡρισμένον τρόπον τοῦ εἶναι, ὡς τυγχάνω
(= τυχαίνω, κατὰ τύχην εἶμαι, καὶ ἔπειτα = εἶμαι, ἁπλῶς), λανθάνω (= μένω
ἀπαρατήρητος, εἶμαι κρυμμένος), φαίνομαι, φανερός εἰμι, δῆλός εἰμι (= εἶμαι
φανερός, εἶναι φανερὸν ὅτι ἐγώ...), οἴχομαι (= ἔχω ἀπέλθει, εἶμαι φευγᾶτος),
φθάνω (=ἔρχομαι πρωτύτερα, προφτάνω), διάγω, διαγίγνομαι, διατελῶ
(= περνῶ τὸν καιρόν, εὑρίσκομαι διαρκῶς εἰς...). Ἐπὶ τούτων συνήθως ἡ μετοχὴ ἐκφράζει
τὸ κύριον νόημα, τὸ δὲ ῥῆμα τὸ δευτερεῦον, καὶ διὰ τοῦτο κατὰ τὴν μετάφρασιν τὸ
μὲν ῥῆμα δύναται νὰ ἀποδίδεται μὲ ἐπίρρημα ἢ κάποιαν ἐπιρρηματικὴν φράσιν, ἡ δὲ
μετοχὴ δύναται νὰ μετατρέπεται εἰς ῥῆμα:
Μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων.
Διὰ ταύτης γὰρ ἔλαθόν τινες ξενίσαντες ἀγγέλους.
Δέον ἐστὶν ὑμᾶς κατεσταλμένους ὑπάρχειν καὶ μηδὲν προπετὲς
πράσσειν.
2) τὰ ψυχικοῦ πάθους σημαντικὰ ῥήματα, ὡς: χαίρω,
ἥδομαι, βαρέως ἢ χαλεπῶς φέρω, ἀγανακτῶ, ἄχθομαι (=δυσαρεστοῦμαι), αἰσχύνομαι,
μεταμέλομαι κ.ἄ.τ. (Εἰς τὴν νέαν γλῶσσαν ἡ μετοχὴ ἀποδίδεται μὲ τὸ ποὺ
ἢ τὸ νὰ καὶ τὸ οἰκεῖον ῥῆμα)·
Ἔχαιρεν ἀκούων ταῦτα (= ποὺ ἄκουε, νὰ ἀκούῃ).
Ἐλυποῦντο οἱ δυνατοὶ καλὰ κτήματα ἀπολωλεκότες.
Τοῦτο οὐκ αἰσχύνομαι λέγων
(=ποὺ τὸ λέγω, νὰ τὸ λέγω).
3) τὰ ἐνάρξεως, λήξεως, ἀνοχῆς, καρτερίας καὶ
καμάτου σημαντικὰ ῥήματα, ὡς: ἄρχομαι, ἄρχω, ὑπάρχω (= ἀρχίζω πρῶτος), παύομαι,
λήγω, ἀνέχομαι, καρτερῶ, ὑπομένω, ἀπαγορεύω (ἀόρ. ἀπεῖπον, πρκμ. ἀπείρηκα),
κάμνω (= κουράζομαι) κ.ἄ τ. (Εἰς τὴν νέαν γλῶσσαν ἡ μετοχὴ ἀποδίδεται μὲ
τὸ νὰ καὶ τὸ οἰκεῖον ῥῆμα):
Οὐ παύσῃ διαστρέφων τὰς ὁδοὺς
Κυρίου τὰς εὐθείας;
Οὐκ ἐπαύοντο διδάσκοντες καὶ εὐαγγελιζόμενοι
᾿Ιησοῦν τὸν Χριστόν.
4) τα ῥήματα εὖ ἢ καλῶς ποιεῖν, κακῶς
ποιεῖν, ἀδικεῖν, χαρίζεσθαι ἢ χάριν φέρειν, νικᾶν, κρατεῖν,
ἡττᾶσθαι, λείπεσθαι (= ὑπολείπεσθαι, ὑστερεῖν) κ.ἄ.τ. (Εἰς τὴν νέαν γλῶσσαν
ἡ μετοχὴ ἀποδίδεται μὲ τὸ καὶ ἢ ποὺ ἢ νὰ ἢ μὲ τὸ νὰ
ἢ εἰς τὸ νὰ κ.ἄ.τ. καὶ μὲ τὸ οἰκεῖον ῥῆμα):
Καλῶς ποιεῖς προνοῶν.
Κακῶς ποιεῖς τοὺς
φίλους διαβάλλων.
Β΄) Μὲ κατηγορηματικὴν μετοχὴν ἀναφερομένην ἄλλοτε
μὲν εἰς τὸ ὑποκείμενον, ἄλλοτε δὲ εἰς τὸ ἀντικείμενον αὐτῶν συντάσσονται
τὰ ῥήματα
1) τὰ αἰσθήσεως, γνώσεως, μαθήσεως καὶ μνήμης
σημαντικά, ὡς: αἰσθάνομαι, ὁρῶ, περιορῶ (= ἀνέχομαι, ἐπιτρέπω), ἀκούω,
πυνθάνομαι, εὑρίσκω, καταλαμβάνω (= εὑρίσκω), οἶδα, ἐπίσταμαι γιγνώσκω, ἀγνοῶ,
μανθάνω, μέμνημαι κ.ἄ.τ. (Εἰς τὴν νέαν γλῶσσαν ἡ μετοχὴ ἀποδίδεται μὲ τὸ ὅτι
ἢ τὸ πὼς ἢ νὰ ἢ ποὺ νὰ καὶ τὸ οἰκεῖον ῥῆμα):
Καὶ
τὴν πόλιν τὴν Ἁγίαν Ἱερουσαλὴμ καινὴν εἶδον καταβαίνουσαν
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ.
Πᾶσα ἡ κτίσις ἠλλοιοῦτο φόβῳ, θεωροῦσα
σε ἐν σταυρῷ κρεμάμενον Χριστέ.
Μανθάνουσι περιερχόμεναι
τὰς οἰκίας.
Ὁρῶμεν πάντα ἀληθῆ ὄντα, ἅ λέγετε (= ὅτι εἶναι).
Μέμνημαι τοιαῦτα ἀκούσας σου (= ὅτι ἄκουσα).
Μέμνημαι καὶ τοῦτό σου λέγοντος (= πὼς ἐσὺ ἔλεγες).
2) τὰ δείξεως, ἀγγελίας καὶ ἐλέγχου σημαντικά,
ὡς δείκνυμι, δηλῶ, (ἀπο)φαίνω, ἀγγέλλω, (ἐξ)ελέγχω κ.ἄ.τ. (Εἰς τὴν νέαν
γλῶσσαν ἡ μετοχὴ ἀποδίδεται μὲ τὸ ὅτι ἤ πὼς καὶ τὸ οἰκεῖον ῥῆμα):
Ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες.
Ῥᾳδίως ἐλεγχθήσεται ψευδόμενος
(= ὅτι ψεύδεται).
Σημείωσις. Τὰ ῥήματα ἀκούω καὶ αἰσθάνομαι
συντάσσονται κατὰ τρεῖς τρόπους, ἤτοι: 1) μὲ γενικὴν καὶ κατηγορηματικὴν μετοχήν,
ὅταν δηλοῦται ἄμεσος ἀντίληψις, 2) μὲ αἰτιατικὴν καὶ κατηγορηματικὴν μετοχήν, ὅταν
δηλοῦται ἔμμεσος ἀντίληψις καὶ 3) μὲ αἰτιατικὴν καὶ (εἰδικὸν) ἀπαρέμφατον, ὅταν
δηλοῦται ἕν ἀβέβαιον γεγονός, κάποια φήμη.
Ὁμοίως μὲ διαφορὰν σημασίας συντάσσονται ἄλλοτε
μὲ μετοχὴν καὶ ἄλλοτε μὲ ἀπαρέμφατον καὶ ἄλλα ρήματα, ὡς:
|
μετὰ μετοχῆς
|
μετ’ ἀπαρεμφάτου
|
ἅρχομαι...
φαίνομαι
αἰδοῦμαι...
αἰσχύνομαι..
γιγνώσκω...
ἐπίσταμαι...
οἶδα...
|
= ἀρχίζω νά, εὑρίσκομαι
εἰς τὴν ἀρχὴν
μιᾶς ἐνεργείας, ἐν ἀντιθέσει
πρὸς τὴν συνέχισιν αὐτῆς
καὶ τὸ τέλος: ἄρξομαι
διδάσκων ἐκ τῶν θείων
(=κα-
τὰ πρῶτον θὰ διδάξω).
=ἀποδεικνύομαι, εἶναι
φανερὸν ὅτι, προφανῶς:
φανήσεται ταῦθ’
ὠμολογηκὼς (=θὰ ἀποδειχθῇ ὅτι κλπ.).
= ἐντρέπομαι πού, μὲ
ἐντροπήν μου κάμνω τι:
αἰσχύνομαι λέγων τοῦτο
(= ποὺ τὸ λέγω).
= γνωρίζω ὅτι, ἐννοῶ ὅτι.
= γνωρίζω, ἠξεύρω ὅτι:
Περικλῆς ἔγνω τὴν εἰσβολὴν
ἐσομένην.
τοῦτον ὑμείς ἐπίστασθε ὑμᾶς
προδόντα.
= γνωρίζω ὅτι:
οἱ Ἕλληνες οὐκ ἤδεσαν Κῦρον
τεθνηκότα (= ὅτι εἶχε φονευθῆ).
|
= ἀρχίζω νά, πρώτην
φορὰν καταπιάνομαι
ἀπὸ κάτι τι:
πόθεν ἦρξατό σε
διδάσκειν
τὴν στρατηγίαν; (= νὰ σὲ διδάσκῃ) Ξ.
= φαίνομαι πώς, παρέχω
τὴν ἐντύπωσιν ὅτι: ὁ γελωτοποιὸς
κλαίειν έφαίνετο.
= ἐντρέπομαι νά, ἀπὸ
ἐντροπήν μου δὲν κάμνω τι,
αἰσχύνομαι εἶπεῖν
τἀληθῆ (=νὰ εἴπω).
= ἀποφασίζω νά,
κρίνω ὅτι.- ἠξεύρω νά:
ὁ Ἀγησίλαος ἔγνω
διώκειν τοὺς προσκειμένους.
ὁ Φαρνάβαζος ἔγνω δεῖν τὴν γυναῖκα σατραπεύειν.
ἐπίσταμαι θεοὺς
σέβειν.
=γνωρίζω νά, ἠξεύρω νά: οἶδα
μάχεσθαι (= νὰ μάχωμαι).
|
μαθαίνω...
μέμνημαι..
ἐπιλανθάνομαι
|
= μαθαίνω ὅτι,
καταλαβαίνω πώς:
ὦ βασιλεῦ, διαβεβλημένος ὑπὸ Ἀμάσιος οὐ μανθάνεις
;
= ἐνθυμοῦμαι ὅτι:
μέμνημαι ταῦτα ἀκούσας σου.
= λησμονῶ ὅτι, πώς:
ἐπιλελήσμεθα γέροντες ὄ τες .
|
= μαθαίνω νά: τοὺς προδότας
μισεῖν ἔμαθον.
= ἐνθυμοῦμαι ὅτι: μέμνημαι
ταῦτα ἀκούσας σου.
= λησμονῶ νά: ἐπελαθόμεθα
εἰπεῖν .
|
§ 168. 1) Ἡ ἐπιρρηματικὴ
μετοχὴ ἄλλοτε μὲν ἔχει ὑποκείμενον αὐτῆς ὄνομα ποὺ ἀνήκει εἰς τὴν πρότασιν,
τὴν ὁποίαν προσδιορίζει, καὶ τότε λέγεται συνημμένη ἐπιρρηματικὴ μετοχή,
ἄλλοτε δὲ ἔχει ὅλως ἰδιαίτερον ὑποκείμενον, ἤτοι ὄνομα ποὺ δὲν ἀνήκει εἰς τὴν
πρότασιν, τὴν ὁποίαν προσδιορίζει, καὶ τότε λέγεται ἀπόλυτος.
Ἡ ἀπόλυτος μετοχὴ κανονικῶς ἐκφέρεται κατὰ πτῶσιν
γενικήν. (Γενικὴ ἀπόλυτος):
Θεοῦ διδόντος οὐδὲν ἰσχύει φθόνος, καὶ μὴ διδόντος
οὐδὲν ἰσχύει πόνος.
2) Καὶ ἡ συνημμένη καὶ ἡ ἀπόλυτος ἐπιρρηματικὴ
μετοχὴ ἀναλόγως τῆς ἰδιαιτέρας σημασίας αὐτῆς εἶναι
α) αἰτιολογική· (ἄρνησις οὐ·
πρβλ. § 141). Ταύτης ἡ σημασία καθίσταται σαφεστέρα μὲ τὴν προσθήκην τοῦ ἅτε
(δή), οἷα (δή), οἷον (δὴ) ἐπὶ πραγματικῆς αἰτίας, ἢ τοῦ ὡς
ἐπὶ αἰτίας κατὰ τὴν γνώμην τοῦ ὑποκειμένου τῆς προτάσεως:
Ὁ
δὲ Πιλᾶτος βουλόμενος τῷ ὄχλῳ τὸ ἱκανὸν ποιῆσαι…
Ἅτε ἐξαίφνης ἐπιπεσόντες πολλὰ ἀνδράποδα ἔλαβον.
Ἐνταῦθα δή, ὡς εὖ εἰπόντος
τοῦ Ἀγασίου ἀνεθορύβησαν (= ἐπειδή, κατὰ τὴν γνώμην των, καλῶς ὡμίλησεν ὁ Ἀ.).
β) τελική· (ἄρνησις μή · πρβλ. §
142 καὶ § 157,1). ῾Ως τοιαύτη λαμβάνεται μόνον ἡ μετοχὴ τοῦ μέλλοντος, συνήθως
μὲ τὰ ῥήματα τὰ κινήσεως σημαντικὰ ἢ καὶ μὲ ἄλλα ῥήματα, ἀλλὰ τότε μὲ τὸ μόριον
ὡς πρὸ αὐτῆς:
Παραστήσομαι
τῷ θρόνῳ εὐθύνας ὑφέξων τῶν πολλῶν μου κακῶν.
γ) χρονική· (ἄρνησις οὐ ἢ μή·
πρβλ. § 147). Ταύτης ἡ σημασία καθίσταται σαφεστέρα μὲ τὴν προσθήκην κάποιου
χρονικοῦ ἐπιρρήματος, ὡς: ἅμα, αὐτίκα, εὐθύς, μεταξύ, ἔτι κ.ἄ.τ.:
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται.
δ) ὑποθετική· (ἄρνησις μή· πρβλ.
§ 144 κ.ἑ.):
Δίκαια δράσας σύμμαχον ἕξεις
Θεόν (= ἐὰν δράσῃς).
ε) παραχωρητικὴ ἢ ἐνδοτική· (ἄρνησις
οὐ . πρβλ. § 146). Ταύτης ἡ σημασία καθίσταται σαφεστέρα μὲ τὴν προσθήκην
τοῦ ἐπιδοτικοῦ καὶ ἢ τοῦ καίπερ, (σπανίως τοῦ καίτοι), εἰς
δὲ τοὺς ποιητὰς τοῦ πέρ, (τοῦ ὁποίου ἀρχικὴ σημασία εἶναι πολύ):
Γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν
ἐδόξασαν.
στ) τροπική· (ἄρνησις οὐ ). Συνήθως
κατ’ ἐνεστῶτα:
Ἔρχονται
πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες.
(πρβλ. παίζοντα ἢ παίζοντας, γελῶντα ἢ γελῶντας,
περπατῶντα ἢ περπατῶντας κ.τ.τ.).
Συνηθέστατα λαμβάνεται ὡς τροπικὴ ἡ μετοχὴ ἔχων,
(ἔχουσα, ἔχον = μέ):
Ἦλθεν ἐξ Ἀθηνῶν ἔχων ναῦς ὀλίγας
(= μὲ ὀλίγα πλοῖα).
Σημείωσις. Ἡ τροπικὴ μετοχὴ δύναται πολλάκις νὰ
ἀποδίδεται εἰς τὴν νέαν γλῶσσαν μὲ τὸ οἰκεῖον ρῆμα καὶ τὸν σύνδεσμον καί:
Λῃζόμενοι ζῶσι (= ληστεύουν καὶ ζοῦν).
§ 169. Αἰτιατικὴ
ἀπόλυτος. Τῶν ἀπροσώπων ῥημάτων καὶ τῶν ἀπροσώπων ἐκφράσεων (§ 164 κ.ἑ.) ἡ
μετοχή, ὅταν λαμβάνεται ἀπολύτως, ἐκφέρεται κατὰ πτῶσιν αἰτιατικὴν ἑνικοῦ (καὶ
σπανιώτερον πληθυντικοῦ): δέον, ὄν, παρόν, ἐξόν, χρεών, δοκοῦν, δόξαν, δόξαντα,
μέλον, τυχόν, προσταχθὲν, δεδογμένον, προστεταγμένον, εἰρημένον, γεγραμμένον
κλπ. - δυνατὸν ὄν, οἷόν τε ὄν, ἀδύνατον ὄν, ῥᾴδιον ὄν, ἄδηλον ὄν κλπ.:
Ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ
λαλῆσαι.
Σύνδεσις μετοχῶν πρὸς ἀλλήλας.
§ 170. Δύο ἢ περισσότεραι μετοχαὶ ὁμοιόπτωτοι ἀνήκουσαι
εἰς τὴν αὐτὴν πρότασιν
1) συνδέονται μεταξύ των διὰ παρατακτικῶν συνδέσμων,
ὅταν εἶναι ὁμοειδεῖς, ἤτοι ὅταν προσδιορίζουν καθ’ ὅμοιον τρόπον τὸ ρῆμα ἢ ἄλλον
τινὰ ὅρον τῆς προτάσεως:
οὗτοι προσελθόντες καὶ καλέσαντες τοὺς
τῶν Ἑλλήνων ἄρχοντας λέγουσιν Ξ. Κλέαρχος ᾔδει καὶ ἀπειρηκότας τοὺς
στρατιώτας καὶ ἀσίτους ὅντας Ξ.
2) ἐκφέρονται ἀσυνδέτως
α) ὅταν εἶναι ἑτεροειδεῖς, ἤτοι ὅταν προσδιορίζουν
κατὰ διάφορον τρόπον τὸ ῥῆμα ἢ ἄλλον τινὰ ὅρον τῆς προτάσεως:
προϊόντες λελήθαμεν
ἀμφοτέρων εἰς τὸ μέσον πεπτωκότες Πλ. (῾Η πρώτη μετοχὴ χρονική, ἡ δευτέρα
κατηγορηματική).
β) ὅταν ἡ μία προσδιορίζῃ τὴν ἄλλην:
Κῦρος ὑπολαβὼν τοὺς φεύγοντας συλλέξας
στράτευμα ἐπολιόρκει Μίλητον Ξ. (=ὑπολαβὼν τοὺς φεύγοντας συνέλεξε στράτευμα,
καὶ συλλέξας στράτευμα ἐπολιόρκει ).
῾Η ἑτέρα ἐκ τῶν μετοχῶν κατὰ τὴν περίπτωσιν ταύτην
δυνατὸν νὰ ἀποτελῇ μετὰ τοῦ ρήματος μίαν ἔννοιαν, τὴν ὁποίαν προσδιορίζει ἡ ἑτέρα:
ἡ πόλις ἀγωνιζομένη περὶ πρωτείων κινδυνεύουσα
διατετέλεκεν Δημ. (Πρβλ. ἡ πόλις ἀγωνιζομένη περὶ πρωτείων ἀεὶ ἐκινδύνευεν).
γ) κατὰ τὸ ἀσύνδετον σχῆμα, χάριν ἐμφάσεως:
τὰ δέκα τάλαντα ὁρώντων, φρονούντων, βλεπόντων
ἔλαθον ὑμῶν ὑφελόμενοι Αἰσχίν.
3. Ρηματικὰ ἐπίθετα εἰς - τος καὶ - τέος.
§171. 1) Τὰ εἰς - τος, (- τη, - τον)
ῥηματικὰ ἐπίθετα (τὰ ὁποῖα ἀρχῆθεν ἐλαμβάνοντο ἀδιαφόρως καὶ μὲ ἐνεργητικὴν καὶ
μὲ παθητικὴν διάθεσιν), σημαίνουν εἰς τὴν ἀρχαίαν γλῶσσαν, ὅπως καὶ εἰς τὴν νέαν
α΄) ὅ,τι καὶ ἡ μετοχὴ τοῦ παρακειμένου ἢ τοῦ ἐνεστῶτος
ἢ ἀορίστου, ἐνεργητικοῦ ἢ μέσου: λυτὸς (=λελυμένος), γραπτὸς (=γεγραμμένος),
δυνατὸς (=δυνάμενος, ἰσχυρός), ῥυτὸς (=ὁ ῥέων), θνητὸς (=ὁ θνῄσκων, ὁ ὑποκείμενος
εἰς θάνατον), ἄπρακτος (=ὁ μὴ πράξας), ἀστράτευτος (=ὁ μὴ στρατευσάμενος)·
(πρβλ. τὰ σημερινά: κλειστός, στρωτός - νερὸ καυτὸ = ποὺ καίει, ἀνύπαρκτος = ὁ
μὴ ὑπάρχων - ἀπρογευμάτιστος - ὁ μὴ προγευματίσας).
β΄) τὸν δυνάμενον νὰ πάθη ὅ,τι δηλοῖ τὸ ῥῆμα: ὁρατὸς
(=ὁ δυνάμενος ὁρᾶσθαι), βατὸς (=ὁ δυνάμενος βαίνεσθαι), τρωτὸς (=ὁ δυνάμενος
τιτρώσκεσθαι).
῾Η τοιαύτη σημασία τῶν εἰς - τος, προῆλθε
κυρίως ἐκ τῶν ἀντιθέτων: ἀόρατος, ἄβατος, ἄτρωτος κλπ. ( ἄτρωτος, κυρίως = ὅστις
δὲν ἐτρώθη ἀκόμη· ἔπειτα = ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τρωθῇ).
γ΄) τὸν ἄξιον νὰ πάθῃ ὅ,τι δηλοῖ τὸ ρῆμα:
θαυμαστὸς (=ἀξιοθαύμαστος), ἐπαινετὸς (=ἄξιος ἐπαινεῖσθαι), μεμπτὸς (=ἄξιος νὰ
τύχῃ μομφῆς): ὁ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ.
2) Τὰ εἰς - τέος, ( - τέα, - τέον
) ῥηματικὰ ἐπίθετα: (εὔχρηστα εἰς τὴν ἀρχαίαν γλῶσσαν ἰδίᾳ εἰς τὴν ὀνομαστικὴν)
σημαίνουν ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνῃ ὅ,τι δηλοῖ τὸ ρῆμα: ὁ ποταμὸς ἐστὶν ἡμῖν διαβατέος
(=ὀφείλομεν νὰ διαβῶμεν τὸν ποταμὸν). οἰστέον τὴν τύχην (=δεῖ φέρειν τὴν
τύχην). (Πρβλ. μαθητὴς ἐπανεξεταστέος, ἐνοίκιον προπληρωτέον, ἀφαιρετέος,
διαιρετέος κλπ.).
§172. Μὲ τὰ εἰς - τέος, ( -τέα, - τέον,
) ῥηματικὰ ἐπίθετα εἶναι συνήθεις δύο συντάξεις, ἤτοι:
1) ἀπρόσωπος σύνταξις, ὅταν ἐξαίρεται ἡ πρᾶξις,ἡ
ὁποία ὀφείλει νὰ γίνῃ. Κατὰ τὴν τοιαύτην σύνταξιν τὸ ῥηματικὸν ἐπίθετον τίθεται
κατ’ οὐδέτερον γένος ἑνικοῦ (ἢ σπανιώτερον πληθυντικοῦ) ἀριθμοῦ, τὸ δὲ ὄνομα, τὸ
ὁποῖον δηλοῖ τὸ πρόσωπον ἢ τὸ πρᾶγμα, εἰς τὸ ὁποῖον ὀφείλει νὰ γίνῃ ἡ πρᾶξις, τίθεται
ὡς ἀντικείμενον αὐτοῦ: τοὺς φίλους εὐεργετητέον (ἐστὶν) (= δεῖ εὐεργετεῖν
τοὺς φίλους). μεθεκτέον (ἐστὶ) τῶν πραγμάτων πλείοσιν (= δεῖ πλείονας
μετέχειν τῶν πραγμάτων). πειστέον (ἐστὶ) τῷ νόμῳ (= δεῖ πείθεσθαι τῷ νόμῳ).
2) προσωπικὴ σύνταξις , ὅταν ἐξαίρεται τὸ πρόσωπον
ἢ τὸ πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον ὀφείλει νὰ πάθῃ. Κατὰ τὴν τοιαύτην σύνταξιν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον
δηλοῖ τὸ πρόσωπον ἢ τὸ πρᾶγμα, εἰς τὸ ὁποῖον ὀφείλει νὰ γίνῃ ἡ πρᾶξις, τίθεται
κατὰ πτῶσιν ὀνομαστικήν, τὸ δὲ ῥηματικὸν ἐπίθετον συμφωνεῖ μὲ αὐτὸ κατὰ γένος
καὶ ἀριθμὸν καὶ πτῶσιν: οἱ συμμαχεῖν ἐθέλοντες εὗ ποιητέοι˙
(πρβλ. δεῖ εὖ ποιεῖν τοὺς ἐθέλοντας συμμαχεῖν ). εἴπερ βούλει τιμᾶσθαι ὑπὸ
τῆς πόλεως, ὠφελητέα σοι ἡ πόλις ἐστί˙ (πρβλ. δεῖ σε ὠφελεῖν τὴν
πόλιν ). Βλ. καὶ §71, 5).
Σημείωσις α΄. Κατ’ ἀπρόσωπον σύνταξιν λαμβάνονται
ἐνίοτε καὶ τὰ οὐδέτερα τῶν εἰς -τος ῥηματικῶν ἐπιθέτων, ἀντιστοιχοῦν δὲ
ταῦτα τότε πρὸς τὸ δυνατὸν ἢ ἄξιον μὲ τὸ ἀπαρέμφατον τοῦ οἰκείου ῥήματος : οὐδὲ
τοῖς πολεμίοις ἱππεῦσι προσβατὸν ἦν κατὰ τοῦτο (=οὐδὲ τοῖς πολεμίοις
δυνατὸν ἦν προσβαίνειν). ἆρα βιωτόν ἐστιν ἡμῖν μετὰ διεφθαρμένου σώματος;
(=ἇρα ἄξιόν ἐστιν ἡμῖν ζῇν κλπ.). (Πρβλ. τοῦτο ποιοῦντι ἆρα ἄξιόν σοι ζῆν
ἔσται;).
Σημείωσις β΄. Κατὰ σύμφυρσιν πρὸς τὴν ταυτόσημον
σύνταξιν τοῦ δεῖ μὲ αἰτιατικὴν καὶ ἀπαρέμφατον (§164, 2 α΄) τίθεται πολλάκις
μετὰ τὴν ἀπρόσωπον σύνταξιν μὲ τὸ εἰς -τέον ῥηματικὸν ἐπίθετον αἰτιατικὴ
ἀντὶ δοτικῆς (§71, 5), ἢ γίνεται μετάβασις ἀπὸ τὸ ῥηματικὸν ἐπίθετον εἱς -τέον
εἰς ἁπλοῦν ἀπαρέμφατον: τὸν βουλόμενον εὐδαίμονα εἶναι σωφροσύνην διωκτέον
(ἀντί: τῷ βουλομένῳ εὐδαίμονι εἶναι κλπ.). (πρβλ. δεῖ διώκειν σωφροσύνην τὸν
βουλόμενον κλπ.) - πανταχοῦ ποιητέον, ἅ ἄν κελεύῃ ἡ πόλις καὶ ἡ πατρίς,
ἢ πείθειν αὐτὴν (= δεῖ ποιεῖν ἢ πείθειν).
Παρατηρήσεις τινὲς περὶ τῶν ἀρνητικῶν μορίων
§ 173. ῾Η ἀρχαία
γλῶσσα ἔχει δύο ἀρνητικὰ μόρια, τὸ οὐ (= δὲν) καὶ τὸ μή·
καὶ
1) τὸ μὲν οὐ (ὅπως εἰς τὴν νέαν
γλῶσσαν τὸ δέν) δηλοῖ ὅτι ὁ λέγων αἴρει, ἤτοι ἀρνεῖται τὴν
πραγματικότητα ἑνὸς ἰσχυρισμοῦ: (ἔστι Ζεὺς = ὑπάρχει Ζεὺς) - οὐκ ἔστι
Ζεὺς (= δὲν ὑπάρχει Ζεὺς).
2) τὸ δὲ μὴ δηλοῖ ὅτι ὁ λέγων ἀποκρούει
τὴν πραγματοποίησιν μιᾶς σκέψεως, ἤτοι μιᾶς ἐπιθυμίας: (ἐρωτῶ ταῦτα ; =
νὰ ἐρωτῶ ταῦτα;)· - ταῦτα μὴ ἐρώτα.
Σημείωσις. ῞Ο,τι διαφέρει τὸ οὐ ἀπὸ
τὸ μὴ διαφέρουν καὶ αἱ ἐξ αὐτῶν γινόμεναι ἀρνητικαὶ λέξεις οὔτε, οὐδέ,
οὐδείς, οὔπω, οὐκέτι, οὔποτε, κλπ. - μήτε, μηδέ, μηδείς, μήπω, μηκέτι, μήποτε,
κλπ.:
Οὐκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον οὐδὲ
δοῦλος ὑπὲρ τὸν κύριον αὐτοῦ.
Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε,
μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε.
(§ 121).
§ 174. Γενικῶς τὸ
μέν οὐ χρησιμοποιεῖται εἰς ἅς περιπτώσεις εἰς τὴν νέαν γλῶσσαν
χρησιμοποιεῖται τὸ δέν, τὸ δὲ μὴ εἰς ἅς περιπτώσεις
καὶ εἰς τὴν νέαν χρησιμοποιεῖται τὸ μή, ἤτοι.
1) τοῦ οὐ χρῆσις γίνεται εἰς τὰς
ἀρνητικῶς ἐκφερομένας προτάσεις κρίσεως, ἀνεξαρτήτους (§ 117, 1 καὶ 2, § 119, 2,
§ 122, 1 καὶ 2 καὶ Σημ.) ἢ ἐξηρτημένας, (ὡς τὰς εἰδικὰς § 140, τὰς αἰτιολογικὰς
§ 141, τὰς χρονικάς, αἱ ὁποῖαι δηλοῦν ἕν ὡρισμένον γεγονός, § 147, 2, α΄, τὰς
κυρίως ἀναφορικὰς § 153,1 κλπ.)
2) τοῦ μὴ χρῆσις γίνεται εἰς τὰς
ἀρνητικῶς ἐκφερομένας προτάσεις ἐπιθυμίας, ἀνεξαρτήτους (§ 117, 3, § 118, §
119, 1, § 120, § 122, 1 καὶ 2 καὶ Σημ.) ἢ ἐξηρτημένας (ὡς τὰς τελικὰς § 142, τὰς
χρονικάς, αἱ ὁποῖαι δηλοῦν ἐπανάληψιν, § 147, 2 β΄ καὶ γ΄, τὰς ἀποτελεσματικὰς,
αἱ ὁποῖαι δηλοῦν ἐνδεχόμενον ἀποτέλεσμα, § 149, 2, τὰς ἐνδοιαστικὰς § 150, τὰς ἀναφορικὰς
τελικὰς § 153, 3 κλπ.).
§ 175. Τοῦ μὴ
χρῆσις γίνεται προσέτι εἰς τὰς ὑποθετικὰς προτάσεις (§ 143), καθὼς καὶ εἰς τὰς
δευτερευούσας ἐν γένει προτάσεις καὶ τὰς μετοχάς, αἱ ὁποῖαι ἐνέχουν σημασίαν ὑποθετικὴν
(§ 146, § 147, 2, β΄, § 153, 5, § 168, 2, β΄ - δ΄):
Εἰ μὴ καθέξεις γλῶσσαν, ἔσται σοι κακά.
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται (= ἐάν τις μὴ δαρῇ).
§ 176. Μὲ τὸ ἀπαρέμφατον
κανονικῶς
1) μὲ τὸ εἰδικὸν χρησιμοποιεῖται ἡ ἄρνησις οὐ
(§ 163, 1):
Νόμιζε οὐκ εἶναι μεἶζον τῆς ἀγάπης
(νόμιζε, πίστευε, νὰ πρεσβεύῃς ὅτι δὲν ὑπάρχει…)
2) μὲ τὸ τελικὸν χρησιμοποιεῖται ἡ ἄρνησις μή·
(§ 163, 1, § 164, 2, α΄):
᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι
τῷ πονηρῷ.
Σημείωσις α΄. Μὲ ἀπαρέμφατον τελικόν, τὸ ὁποῖον
ἔχει πρὸ αὐτοῦ τὸ μή, συντάσσονται κανονικῶς τὰ ῥήματα εἴργειν, κωλύειν,
ἐναντιοῦσθαι, ἐμποδὼν εἶναι κ.τ.τ., φεύγειν (= ἀποφεύγειν), εὐλαβεῖσθαι
κ.τ.τ., ἀρνεῖσθαι, ἀντιλέγειν κ.τ.τ., ἀπαγορεύειν, ἀπειλεῖν
κ.τ.τ.
Ὅταν δὲ κανὲν ἐκ τῶν ἀνωτέρω ῥημάτων εὑρίσκεται
εἰς ἀρνητικὴν πρότασιν ἢ εἰς πρότασιν ἐρωτηματικήν, ἡ ὁποία ἰσοδυναμεῖ πρὸς ἀρνητικὴν
(§ 122, 3, γ΄), τότε τὸ ἀπαρέμφατον, τὸ ὁποῖον ἀκολουθεῖ κατόπιν αὐτοῦ, ἐκφέρεται
μὲ τὸ μὴ οὐ πρὸ αὐτοῦ, καὶ δι’ ἡμᾶς ἄλλοτε μὲν φαίνονται πλεονάζοντα
ἀμφότερα τὰ ἀρνητικὰ ταῦτα μόρια, ἄλλοτε δὲ τὸ ἕτερον ἐξ αὐτῶν.
Τέλος ἀπαρέμφατον μὲ τὸ μὴ οὐ πρὸ
αὐτοῦ ἀκολουθεῖ κανονικῶς καὶ κατόπιν ἀρνητικῶν ἀπροσώπων ἐκφράσεων, οἶαι: οὐκ ἐγχωρεῖ,
ἀδύνατόν ἐστιν, αἰσχρόν ἐστιν (= οὐ καλὸν ἐστιν) κ.τ.τ.
Σημείωσις β΄. Περὶ συνεκφορᾶς τῶν δύο ἀρνητικῶν
μορίων (οὐ μὴ - μὴ οὐ ) βλ. καὶ § 114, 2 καὶ § 150.
Σημείωσις γ΄. Κατόπιν ῥημάτων τὰ ὁποία ἔχουν ἀρνητικὴν
ἔννοιαν οἶα τὰ ῥήματα ἀρνεῖσθαι, ἀντιλέγειν, ἀμφισβητεῖν, ἀπιστεῖν
κ.τ.τ. δύναται νὰ ἀκολουθῆ ὄχι μόνον ἀπαρέμφατον μὲ τὸ (πλεονάζον) μὴ
πρὸ αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ εἰδικὴ πρότασις ἐκφερομένη ἀρνητικῶς μὲ ἄρνησιν οὐ,
ἡ ὁποία πλεονάζει δι’ ἡμᾶς:
Οὐκ ἄν ἀρνηθεῖεν ἔνιοι, ὡς οὔκ
εἰσι τοιοῦτοι (= ὥς εἰσι = ὅτι εἶναι).
§ 177. Τὸ ἀρνητικὸν
μόριον οὐ πολλάκις νοεῖται τόσον στενῶς συνδεδεμένον μὲ κάποιαν ἑπομένην
εὐθὺς κατόπιν αὐτοῦ λέξιν (ῥῆμα, οὐσιαστικόν, ἐπίθετον, ἐπίρρημα), ὥστε λαμβάνεται
ὡς ἰσοδύναμον μὲ τὸ στερητικὸν ἀ :
οὔ φημι (= ἀρνοῦμαι), οὐ βιωτὸς (= ἀβίωτος), οὐχ
ὁσίως (= ἀνοσίως) κλπ..
᾽Εκ τούτου ἐξηγεῖται ὅτι ἐνίοτε (ὅπως π.χ. εἰς
ὑποθετικὰς προτάσεις) φαίνεται ὅτι χρησιμοποιεῖται τὸ οὐ ἀντὶ τοῦ
μή.
Μὲ τὰ ἐπίθετα ὅμως καὶ τὰς μετοχὰς καὶ μὲ οὐσιαστικά,
ὅταν ταῦτα εὑρίσκωνται εἰς προτάσεις ἐπιθυμίας ἢ εἰς προτάσεις, αἱ ὁποῖαι ὑποσημαίνουν
κάτι τὸ ὑποθετικόν, συνάπτεται ὡς ἰσοδύναμον πρὸς τὸ στερητικὸν ἀ
τὸ μὴ ἀντὶ τοῦ οὐ :
Οἱ σοφισταὶ τοῖς μὴ ἔχουσι
χρήματα διδόναι οὐκ ἤθελον διαλέγεσθαι (= εἴ τινες μὴ ἔχοιεν).
῾Η τοιαύτη χρῆσις τοῦ μὴ ἀντὶ τοῦ
οὐ, ὡς ἱσοδυνάμου πρὸς τὸ στερητικὸν ἀ, μὲ ἐπίθετα,
μετοχὰς καὶ οὐσιαστικὰ ἐπέδωκε σὺν τῷ χρόνῳ καὶ εἶναι νῦν ἡ κανονική· (πρβλ. ὁ
μὴ πλούσιος, ὁ μὴ συνηθισμένος, μὴ θέλοντας, ἡ μὴ ἀνανέωσις τῆς ἐγγραφῆς,
κλπ.).
§ 178. ῞Οταν τὸ οὐ
προτάσσεται ζεύγους προτάσεων, αἱ ὁποῖαι συνδέονται πρὸς ἀλλήλας ἀντιθετικῶς διὰ
τοῦ μέν - δέ, ἡ δὲ δευτέρα ἐκ τῶν δύο τούτων προτάσεων εἶναι ἀρνητική,
τότε ἀναφέρεται εἰς τὸ νόημα οὐχὶ μόνον τῆς πρώτης ἐξ αὐτῶν, ἀλλ’ εἰς τὸ νόημα
καὶ τῶν δύο, εἰς δὲ τὴν νέαν γλῶσσαν δύναται νὰ ἀποδίδεται τότε τὸ οὐ
διὰ τῆς φράσεως «δὲν εἶναι ἀληθὲς ὅτι» ἢ «ἄς μὴν πῇ κανεὶς πὼς » κτ.τ.:
Λέριοι πάντες κακοὶ οὐχ ὁ μέν, ὃς
δ’ οὔ (= ἄς μὴ πῇ κανεὶς πὼς ὁ ἕνας εἶναι καὶ ὁ ἄλλος δὲν εἶναι)
Φωκυλ.
Σημείωσις α΄. Περὶ τῶν φράσεων οὐκ ἔστιν ὅστις
οὐ ἤ οὐδεὶς ὅστις οὐ (= πᾶς τις) βλ. § 52, 1, Σημ. γ΄ καὶ 5 Σημ.
᾽Εν γένει δέ, ὅταν εἰς τὴν αὐτὴν πρότασιν ὑπάρχουν
δύο ἀλλεπάλληλοι ἁπλαῖ ἀρνήσεις (οὐ - οὔ, μὴ - μή) , ἢ δύο ἀρνήσεις, ἐκ
τῶν ὁποίων ἡ μὲν πρώτη εἶναι σύνθετος ( οὐδέ, οὐδεὶς, κλπ. - μηδέ, μηδείς
κλπ.), ἡ δὲ δευτέρα ἁπλῆ (οὐ ἢ μὴ), αἱ ἀρνήσεις αὗται ἀναιροῦν ἀλλήλας, οὕτως ὥστε
ἐκφράζουν τὸ ἀντίστοιχον καταφατικὸν νόημα ἐντονώτερον:
Ἐγὼ οὐκ οἶμαι οὐ δεῖν ὑμᾶς ἀμύνεσθαι
(= ἐγὼ οἶμαι πάντως δεῖν).
Οὐδεὶς οὐκ ἀποθανεῖται (= πᾶς τις ἀνεξαιρέτως).
Ἀντιθέτως, ὅταν εἰς μίαν πρότασιν κατόπιν ἁπλῆς
ἀρνήσεως (οὐ ἢ μὴ) ἀκολουθῇ μία ἢ περισσότεραι ἀρνήσεις σύνθετοι (οὐδέ, οὐδείς,
κλπ. μηδὲ μηδείς, κλπ.), αἱ ἀρνήσεις αὗται δὲν ἀναιροῦν, ἀλλ ἐνισχύουν ἀλλήλας,
καίτοι εἰς ἡμᾶς φαίνεται ὅτι ὑπάρχει πλεονασμὸς ἀρνήσεων:
Μὴ θῆσθε νόμον μηδένα (= μὴ θέσετε κανένα νόμον).
Γενικῶς δὲ ὅταν μία ἀρνητικὴ πρότασις παρεκτείνεται,
συνεχίζεται μὲ λέξεις ἀρνητικάς. (Οὕτω δὲν δύναται νὰ λεχθῆ π.χ. μὴ θῆσθε
νόμον τινὰ).
Σημείωσις
β΄. Ἡ φράσις μόνον οὐ ἢ μόνον οὐχὶ σημαίνει τὸ μόνον ποὺ δὲν
ἢ σχεδόν. Ως ἰσοδύναμον δὲ πρὸς τὸ σχεδὸν λαμβάνεται καὶ τὸ ὅσον
οὐ.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
ΠΕΡΙ ΣΧΗΜΑΤΩΝ
§ 179. Σχῆμα λόγου λέγεται ἰδιορρυθμία τοῦ λόγου εἴτε ὡς πρὸς τὴν γραμματικὴν συμφωνίαν
τῶν ὅρων τῆς προτάσεως, εἴτε ὡς πρὸς τὴν θέσιν τῶν λέξεων ἐντὸς τῆς προτάσεως ἢ
ἐντὸς τῆς περιόδου, εἴτε ὡς πρὸς τὸ ποσὸν τῶν λεκτικῶν στοιχείων, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται
πρὸς ἔκφρασιν ἑνὸς διανοήματος, εἴτε ὡς πρὸς τὴν ἐκάστοτε σημασίαν μιᾶς λέξεως ἢ
μιᾶς φράσεως.
᾽Εκ τῶν σχημάτων λόγου τῆς ἀρχαίς γλώσσης τὰ
πλεῖστα εἶναι τὰ αὐτὰ μὲ τὰ σχήματα λόγου τῆς νέας γλώσσης, μάλιστα δὲ ὅσα
παρατηροῦνται εἰς τὰ λαϊκὰ τραγούδια.
α) Σχήματα γραμματικὰ
§ 180. Σχήματα γραμματικά, ἤτοι σχήματα σχετικὰ μὲ τήν γραμματικὴν συμφωνίαν, συνήθη εἶναι τὰ ἑξῆς:
1) Τὸ σχῆμα κατὰ τὸ νοούμενον. Κατὰ τοῦτο ἡ
συμφωνία ἑνὸς ὅρου μιᾶς προτάσεως πρὸς ἕνα ἄλλον προηγούμενον σχετικὸν ὅρον τῆς
αὐτῆς προτάσεως ἢ περιόδου γίνεται οὐχὶ ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ γραμματικοῦ τύπου τοῦ
προηγουμένου ὅρου, ἀλλ’ ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ νοουμένου ὑπ’ αὐτοῦ:
Ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοι εἰσι!
Πρβλ. ῾Ο κόσμος φκειάνουν ἐκκλησιὲς (=
οἱ ἄνθρωποι). Τρία κοράσια τὸν κερνοῦν κι οἱ τρεῖς ξανθομαλλοῦσες
(= τρεῖς κόρες).
2) Τὸ σχῆμα συμφύρσεως. Οὕτω καλεῖται ἡ ἀνάμειξις
δύο διαφόρων συντάξεων· εἰς τὸν νοῦν δηλαδὴ τοῦ λέγοντος ἔρχονται ταυτοχρόνως δύο
ταυτόσημοι μέν, ἀλλὰ διάφοροί πως ἐκφράσεις τοῦ αὐτοῦ διανοήματος, ἀντὶ δὲ νὰ
λεχθῇ ἡ μία ἐξ αὐτῶν, λέγεται κάτι τὸ (συμπεφυρμένον, ἤτοι) μεικτὸν ἐξ ἀμφοτέρων:
Ἀλκιβιάδης μετὰ
Μαντιθέου ἀπέδρασαν. (πρβλ. Ἀλκιβιάδης καὶ Μαντίθεος ἀπέδρασαν - Ἀλκιβιάδης
μετὰ Μαντιθέου ἀπέδρα ). Πρβλ. ὁ Ἀπρίλης μὲ τὸν ῎Ερωτα χορεύουν
καὶ γελοῦνε Δ. Σολωμός.
Τὸ σχῆμα συμφύρσεως εἶναι συνηθέστατον, εἰς αὐτὸ
δὲ ὀφείλονται καὶ πολλὰ ἄλλα σχήματα τοῦ λόγου.
3) Τὸ σχῆμα ἀνακολουθίας ἢ το ἀνακόλουθον σχῆμα
. Κατὰ τοῦτο ἐντὸς μιᾶς προτάσεως ἢ κάπως μακρᾶς περιόδου τὰ ἑπόμενα δὲν εὑρίσκονται
ὑπὸ συντακτικὴν ἔποψιν ἀκόλουθα, ἤτοι εἰς κανονικὴν συνέχειαν μὲ τὰ προηγούμενα.
῾Υπάρχει δὲ τὸ ἀνακόλουθον σχῆμα συνήθως εἰς μετοχικὰς συντάξεις. Οὕτω:
α) μετοχὴ ἀπόλυτος τίθεται κατ’ ὀνομαστικήν, ἐνῷ
κατὰ τὰ κεκανονισμένα (§ 168, 1) ἔπρεπε νὰ τεθῇ αὕτη κατὰ γενικὴν πτῶσιν. (᾽Ονομαστικὴ
ἀπόλυτος. Αὕτη συνήθως ὀφείλεται εἰς σύμφυρσιν):
Ἐπιπεσὼν τῆ Φαρναβάζου
στρατοπεδείᾳ τῆς μὲν προφυλακῆς αὐτοῦ Μυσῶν ὄντων πολλοὶ ἔπεσον. (πρβλ. ἐπιπεσών...
πολλοὺς ἀπέκτεινε - ἐπιπεσόντος αὐτοῦ... πολλοὶ ἔπεσον ).
β) συνημμένη ἢ σχετικὴ μετοχὴ (§ 168, 1) ἀναφερομένη
εἰς ὄνομα, τὸ ὁποῖον ἐκφέρεται κατὰ μίαν τῶν πλαγίων πτώσεων, τίθεται εἰς πτῶσιν
ὀνομαστικήν. Τοῦτο συνήθως συμβαίνει εἰς μακρὰς κάπως περιόδους, ὅταν μεταξὺ τῆς
μετοχῆς καὶ τοῦ ὀνόματος, εἰς τὸ ὁποῖον ἀναφέρεται αὕτη, παρεμβάλλωνται πολλά,
οὗ ἕνεκα λησμονεῖται κάπως ἡ συντακτικὴ συνέχεια τοῦ λόγου καὶ ἡ συμφωνία τῆς
μετοχῆς πρὸς τὰ προηγούμενα γίνεται κατὰ τὸ νοούμενον:
Αἰδώς μ(ε) ἔχει ἐν πότμῳ τυγχάνουσα·
(ἀντὶ: τυγχάνουσαν· ἀλλά: αἰδώς μ’ ἔχει = αἰδοῦμαι).
Ἐξῆν αὐτῷ μισθῶσαι
τὸν οἶκον ἀπηλλαγμένος πολλῶν πραγμάτων (ἀντὶ: ἀπηλλαγμένῳ· ἀλλά: ἐξῆν αὐτῷ
= ἠδύνατο οὗτος).
Σημείωσις. Παραδείγματα ἀνακολούθου σχήματος εἱς
τὴν νέαν γλῶσσαν (οὐχὶ βεβαίως ἐπὶ μετοχῶν), εἶναι π.χ. Ὁ Διάκος σὰν τ᾽ ἀγροίκησε
πολὺ τοῦ κακοφάνη. ῎Εγὼ δὲ μέ νοιάζει διόλου κ.τ.τ. (Πρβλ. καὶ §
28, 1 Σημ.).
4) Τὸ Βοιώτιον ἢ Πινδαρικὸν σχῆμα (σύνηθες ἰδίᾳ
εἰς τὸν Πίνδαρον). Κατὰ τοῦτο ὑποκείμενον πληθυντικοῦ ἀριθμοῦ γ΄ προσώπου, ἀρσενικοῦ
ἢ θηλυκοῦ γένους, συντάσσεται μὲ ῥῆμα ἑνικοῦ ἀριθμοῦ:
Μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχαὶ λόγων τέλλεται (ἀντὶ: τέλλονται· πρβλ. Ἀττικὴν σύνταξιν,
§ 12, Σημ.).
5) Τὸ σχῆμα καθ’ ὅλον καὶ μέρος . Κατὰ τοῦτο εἷς
ὅρος, μιᾶς προτάσεως, ὁ ὁποῖος δηλοῖ ἓν ὅλον, ἀντὶ νὰ τεθῇ κατὰ γενικὴν
διαιρετικὴν (§ 29,1), ἐκφέρεται ὁμοιοπτώτως πρὸς ἄλλον ἢ ἄλλους ὅρους τῆς προτάσεως,
οἱ ὁποῖοι δηλοῦν μέρος τοῦ ὅλου:
οἱ στρατηγοὶ βραχέα ἕκαστος
ἀπελογήσατο (ἀντὶ: τῶν στρατηγῶν ἕκαστος). (πρβλ. Παίρνει τὸν κατήφορο, τὴν ἄκρη
τὸ ποτάμι = τὴν ἄκρη τοῦ ποταμιοῦ).
6) Τὸ σχῆμα ἕλξεως ἢ ἡ ἕλξις. Κατὰ τὸ σχῆμα τοῦτο
εἷς ὅρος τῆς προτάσεως ἕλκεται, ἤτοι ὑφίσταται συντακτικὴν ἐπίδρασιν ἀπὸ ἄλλον ὅρον
τῆς αὐτῆς ἢ ἄλλης σχετικῆς προτάσεως, καὶ ἐκφέρεται ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τοῦτον, καὶ
οὐχὶ ὅπως ἀπαιτεῖ τὸ νόημα ἢ ἡ σειρὰ τοῦ λόγου. Οὕτω:
α) τὸ συνδετικὸν ῥῆμα (§7 καὶ §10) συμφωνεῖ
κατ’ ἀριθμὸν οὐχὶ πρὸς τὸ ὑποκείμενόν του, ἀλλὰ πρὸς τὸ κατηγορούμενον τοῦ ὑποκειμένου:
Αἱ Θῆβαι Αἴγυπτος ἐκαλέετο (ἀντί: ἐκαλέοντο).
β) τὸ ῥῆμα δευτερευούσης προτάσεως τίθεται κατὰ
τὴν ἔγκλισιν τοῦ ῥήματος τῆς κυρίας:
ἔρδοι τις, ἥν ἕκαστος εἰδείη τέχνην (ἀντὶ:
ἣν οἶδε - ἢ - ἣν ἄν εἰδῇ). (Πρβλ . Ἤθελα νὰ ἤμουν ὄμορφος, νὰ ἤμουν καὶ
παλληκάρι = νὰ εἶμαι).
Σημείωσις. Περὶ τῆς ἔλξεως τῶν ἀναφορικῶν ἀντωνυμιῶν
βλ. §52, 5.
7) Τὸ σχῆμα ὑπαλλαγῆς. Κατὰ τοῦτο εἷς ἐπιθετικὸς
προσδιορισμός, ὁ ὁποῖος συμφώνως πρὸς τὸ νόημα τοῦ λόγου ἀνήκει εἰς γενικὴν
(κτητικήν), ἡ ὁποία προσδιορίζει ἕν οὐσιαστικόν, ἀντὶ νὰ συμφωνῇ συντακτικῶς πρὸς
τὴν γενικὴν ταύτην, συμφωνεῖ (κατὰ πτῶσιν) μὲ ἄλλο οὐσιαστικόν, ἐκ τοῦ ὁποίου ἡ
γενικὴ (κτητικὴ) ἐξαρτᾶται:
Θάσιον οἴνου σταμνίον (= Θασίου οἴνου).
(Πρβλ. τ’ ἀντρειωμένα κόκκαλα ξεθάψτε
τοῦ γονιοῦ σας ).
8) Τὸ σχῆμα προλήψεως ἢ ἡ πρόληψις. Κατὰ τοῦτο
τὸ ὑποκείμενον ἐξηρτημένης προτάσεως ἑλκόμενον ὑπὸ τοῦ ῥήματος τῆς κυρίας προτάσεως
(προλαμβάνεται καὶ προληπτικῶς) τίθεται ὡς ἀντικείμενον τῆς κυρίας προτάσεως:
Δημοκρατίαν γε οἶσθα τί ἐστι (=οἶσθά γε, τί ἐστι δημοκρατία).
(πρβλ. Ποιός εἶδε τὸν ἀμάραντο, σὲ τί γκρεμὸ φυτρώνει;).
β) Σχήματα λόγου σχετικὰ μὲ τὴν θέσιν τῶν λέξεων
§181. Προεισαγωγή. Ἡ θέσις τῶν λέξεων ἐντὸς
τῆς προτάσεως ἀρχῆθεν εἰς τὴν γλῶσσάν μας ἦτο γενικῶς εἰπεῖν ἀδιάφορος, ὄπως δύναται
νὰ συμπεράνῃ κανεὶς πρὸς τοῖς ἄλλοις ἐκ τῆς μεγάλης περὶ τὴν τοποθέτησιν τῶν λέξεων
ἐλεύθερίας, ἡ ὁποία παρατηρεῖται εἰς τὰ ῾Ομηρικὰ ποιήματα, τὰ ὁποῖα εἶναι τὸ ἀρχαιότερον
γραπτὸν μνημεῖον τῆς γλώσσης μας. Σὺν τῷ χρόνῳ δὲ ἐκανονίσθη κάπως αὕτη κατὰ τὴν
συνήθειαν, ἡ ὁποία προέκυψεν ἐκ παραδόσεως.
1) Εἰς προτάσεις κρίσεως, ὅταν ὁ λόγος εἶναι ὅλως
ἀπαθής, ἡ θεσις τοῦ ῥήματος συνήθως εἶναι ἐντὸς τῆς προτάσεως, ἡ δὲ συνήθης
σειρὰ τῶν ὅρων αὐτῆς εἶναι α΄ τὸ ὑποκείμενον, β΄ τὸ ῥῆμα, γ΄ τὸ κατηγορούμενον ἢ
τὸ ἀντικείμενον καὶ οἱ ἐπιρρηματικοὶ ἢ μετοχικοὶ προσδιορισμοί:
Ἐγὼ εἰμὶ ὁ Ὤν.
Ὁ ἱερεὺς ἀναγινώσκει τὴν εὐχήν.
Ὁ δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων.
Τὰ ῥήματα ὅμως, τὰ ὁποῖα ἔχουν τὴν ἔννοιαν τοῦ
ἀποφασίζειν, καὶ τὸ ῥῆμα εἶναι ὡς ὑπαρκτικὸν συνήθως τίθενται εἰς
τὴν ἀρχὴν τῆς προτάσεως:
Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν.
Ἔστι Θεὸς ( = ὑπάρχει Θεός).
2) ῾Η συνήθης σειρὰ τῶν ὅρων τῆς προτάσεως
μεταβάλλεται πρῶτον μέν, ὅταν ὁ λόγος ἐκφέρεται μετά τινος πάθους καὶ εἷς ὅρος
αὐτῆς ἐξαίρεται καὶ τονίζεται ἰδιαιτέρως (ἔμφασις ἢ διαστολή), δεύτερον δέ, ὅταν
ὑπάρχῃ σειρὰ προτάσεων εἰς συνεχῆ λόγον καὶ εἷς ὅρος μιᾶς προτάσεως σχετίζεται
μᾶλλον μὲ τὰ προηγούμενα, (ὁπότε οὗτος τίθεται πρὸς τὴν ἀρχὴν τῆς προτάσεως), ἢ
μᾶλλον μὲ τὰ ἑπόμενα, (ὁπότε τίθεται πρὸς τὸ τέλος αὐτῆς):
Τοιαῦτα μὲν οἱ
Κερκυραῖοι εἶπον· οἱ δὲ Κορίνθιοι μετ’ αὐτοὺς τοιάδε .
Κατὰ τὰς εἰρημένας περιπτώσεις δύναται νὰ τίθεται:
α΄ τὸ ἀντικείμενον, β΄ τὸ ῥῆμα καὶ γ΄ τὸ ὑποκείμενον καὶ οἱ ἐπιρρηματικοὶ
προσδιορισμοί:
Ταύτην τὴν πόλιν ἐξέλιπον οἱ ἐνοικοῦντες μετὰ Συεννέσιος εἰς χωρίον ἐχυρὸν Ξ.
῎Η α΄ ὁ ἐπιρρηματικὸς προσδιορισμὸς (καθὼς καὶ
γενικὴ ἀπόλυτος), β΄ τὸ ῥῆμα, γ΄ τὸ ὑποκείμενον:
᾽Εντεῦθεν προϊόντων,
ἐφαίνετο ἴχνη ἵππων Ξ.
῎Η τέλος, α΄ ὁ ἐπιρρηματικὸς προσδιορισμός, β΄
τὸ ὑποκείμενον καὶ γ΄ τὸ ῥῆμα καὶ τὸ ἀντικείμενον ἢ ἄλλοι προσδιορισμοὶ τοῦ ῥήματος:
Μετὰ ταῦτα Κῦρος ἐξελαύνει
σταθμοὺς τέτταρας κλπ..
3) Οἱ ὀνοματικοὶ προσδιορισμοί, ὁμοιόπτωτοι ἢ ἑτερόπτωτοι
(§21 καὶ §29), κανονικῶς τίθενται μετὰ τὸ ὄνομα, τὸ ὁποῖον προσδιορίζουν:
Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος .
Ὁ Ναὸς τοῦ Σολομῶντος.
῾Ο ἐπιθετικὸς προσδιορισμὸς εἰς τὸν ἀπαθῆ λόγον
κανονικῶς τίθεται πρὸ τοῦ προσδιοριζομένου οὐσιαστικοῦ:
Σοφὸς ἀνήρ, ὁ σοφὸς ἀνήρ. (Βλ. καὶ §57, 1 καὶ 2).
4) ᾽Εγκλιτικοὶ τύποι ἀντωνυμιῶν καὶ μόρια, τὰ ὁποῖα
ἀναφέρονται εἰς τὸ νόημα ὁλοκλήρου τῆς προτάσεως, συνήθως τίθενται ὅσον τὸ
δυνατὸν πρὸς τὴν ἀρχὴν αὐτῆς:
Εἰ θεοί τι δρῶσιν αἰσχρόν, οὐκ εἰσὶ θεοὶ.
Τότε μοι λέγει ὁ ἀδελφὸς.
Οὐκ ἀν ποτε ὁ δίκαιος ἄδικος γένοιτο.
Ἕνεκα τούτου τὸ δυνητικὸν ἄν, ἐπειδὴ
συνήθως ἐτίθετο πρὸς τὴν ἀρχὴν τῆς προτάσεως μετὰ τοὺς συνδέσμους εἰ, ὅτε, ἐπεὶ
κλπ., ἡνώθη κατόπιν μετ’ αὐτῶν καὶ οὕτω προέκυψαν τὰ μόρια ἐάν, (ἄν, ἤν), ὅταν,
ἐπὰν ἢ ἐπὴν κλπ.
5) Εἰς τὰς δευτερευούσας προτάσεις τὸ
ῥῆμα δύναται ν’ ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὴν λέξιν, ἡ ὁποία εἰσάγει τὴν δευτερεύουσαν
πρότασιν, καὶ νὰ τίθεται πρὸς τὸ τέλος αὐτῆς:
Κύνας τρέφεις, ἵνα
σοι τοὺς λύκους ἀπὸ τῶν προβάτων ἀπερύκωσι (=διὰ νὰ ἀπομακρύνουν τοὺς λύκους κλπ.).
6) Μιᾶς δευτερευούσης προτάσεως ἡ θέσις ἐντὸς τῆς περιόδου
ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ εἴδους αὐτῆς. Οὕτως αἱ μὲν εἰδικαὶ προτάσεις καὶ αἱ πλάγιαι
ἐρωτηματικαί, ἐπειδὴ ἔχουν θέσιν ἀντικειμένου τοῦ ῥήματος τῆς κυρίας προτάσεως,
τίθενται κατόπιν αὐτοῦ:
Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν.
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω.
Ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ
σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
῾Ομοίως μετὰ τὴν κυρίαν πρότασιν τίθενται αἱ αἰτιολογικαί, αἱ
τελικαὶ καὶ αἱ ἀποτελεσματικαὶ προτάσεις, διότι αὗται ἀντιστοιχοῦν πρὸς
ἐπιρρηματικὸν προσδιορισμόν, τοῦ ὁποίου ἡ θέσις κανονικῶς εἶναι μετὰ τὸ ῥῆμα:
Καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς
τόπος ἐν τῷ καταλύματι.
Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ
Κυρίου (ὅλα αὐτὰ ἔγιναν διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐλέχθη ἀπὸ τὸν
Κύριον).
Καὶ ἰδοὺ σεισμὸς μέγας ἐγένετο ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὥστε τὸ
πλοῖον καλύπτεσθαι ὑπὸ τῶν κυμάτων.
Ἀντιθέτως δὲ αἱ ὑποθετικαὶ καὶ αἱ παραχωρητικαὶ προτάσεις
κανονικῶς προηγοῦνται τῆς κυρίας προτάσεως, ἐπειδὴ δηλοῦν κάτι τι, τὸ ὁποῖον
χρησιμεύει ὡς βάσις τοῦ νοήματος αὐτῆς:
Εἰ εἰσὶ βωμοί,
εἰσὶ καὶ θεοί.
Εἰ καὶ ἐν τάφῳ
κατῆλθες ἀθάνατε, ἀλλὰ τοῦ Ἅδου κάθεῖλες τὴν δύναμιν.
Αἱ ἀναφορικαὶ προτάσεις κανονικῶς ἀκολουθοῦν μετὰ τὴν λέξιν,
εἰς τὴν ὁποίαν ἀναφέρονται:
῎Εστι Δίκης ὀφθαλμός,
ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ (Βλ.
§152 κ.ἑ.).
Αἱ δὲ χρονικαὶ προτάσεις κανονικῶς προηγοῦνται μέν, ὅταν
δηλοῦν τὸ προτερόχρονον, ἕπονται δέ, ὅταν δηλοῦν τὸ ὑστερόχρονον, προηγοῦνται
δὲ ἢ ἕπονται, ὅταν δηλοῦν τὸ σύγχρονον. (Βλ. παραδείγματα §147 κ.ἑ.).
Μεταβάλλεται δὲ ἡ κατὰ τὰ ἀνωτέρω κανονικὴ καὶ συνήθης θέσις
τῆς δευτερευούσης προτάσεως, ὅταν πρόκειται νὰ ἐξαρθῇ τὸ νόημά της:
Ὅτι δὲ ἀληθῆ λέγω,
καὶ σὺ γνώσει.
Ὅ,τι ἂν ποιῇς , νόμιζ’
ὁρᾶν θεούς τινας.
§182. ᾽Εκ τῆς
παρὰ τὰ κεκανονισμένα καὶ ἰδιορρύθμου ἐν γένει θέσεως τῶν λέξεων προκύπτουν τὰ
ἑξῆς σχήματα λόγου:
1) Τὸ ὑπερβατόν. Τοιοῦτον σχῆμα εἶναι, ὅταν μία λέξις
ἀποχωρίζεται ἀπὸ ἄλλην, μὲ τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται εἰς στενὴν λογικὴν καὶ
συντακτικὴν σχέσιν, διὰ τῆς παρεμβολῆς ἄλλης ἢ ἄλλων λέξεων. Οὕτως ἡ ἔννοια τῶν
ἀποχωριζομένων λέξεων ἐξαίρεται:
Μὴ λέγετε, ὡς ὑφ’ ἑνὸς τοιαῦτα πέπονθ’ ἡ Ἑλλὰς ἀνθρώπου. (Πρβλ. Πίνω τὸ
ὡραιοστάλαχτο τῆς πλάκας τὸ φαρμάκι).
2) Τὸ πρωθύστερον. Τοιοῦτον σχῆμα εἶναι, ὅταν εἰς τὴν σειρὰν
τοῦ λόγου ἀπὸ δύο τινὰ (πράξεις ἢ ἐννοίας ἐν γένει) λέγεται πρῶτον
ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον χρονικῶς καὶ λογικῶς εἶναι δεύτερον:
Λέγω τὴν ᾽Ερεχθέως τροφὴν
καὶ γένεσιν. (Πρβλ. ξεντύθη ὁ νιός, ξεζώθηκε καὶ στὸ
πηγάδι μπῆκε).
3) Τὸ χιαστόν. Τοιοῦτον σχῆμα εἶναι, ὅταν εἰς τὴν σειρὰν τοῦ
λόγου δύο λέξεις ἢ φράσεις, ἀναφερόμεναι εἰς δύο ἄλλας προηγουμένας λέξεις ἢ
φράσεις, ἔχουν θέσιν ἀντίστροφον ἐκείνων (α - β : β΄ - α΄):
Περὶ πλείονος
ποιοῦ δόξαν καλὴν ἢ πλοῦτον μέγαν · ὁ μὲν γὰρ θνητός, ἡ
δὲ ἀθάνατος.
Καλεῖται δὲ χιαστὸν τὸ σχῆμα τοῦτο, διότι ἡ ἀντιστοιχία τῶν
μελῶν τῶν δύο ζευγῶν τῶν λέξεων ἢ τῶν φράσεων, ἄν ταῦτα γραφοῦν εἰς δύο σειράς,
τὸ ἕν ὑπὸ τὸ ἄλλο, παρίσταται χιαστί:
(πρβλ. ῾Η Γκιώνα λέει τῆς Λιάκουρας κι ἡ Λιάκουρα τῆς
Γκιώνας ).
4) Ὁ κύκλος. Τοιοῦτον σχῆμα εἶναι, ὅταν μία πρότασις ἢ
περίοδος τελειώνῃ μὲ τὴν ἰδίαν λέξιν, μὲ τὴν ὁποίαν ἀρχίζει:
Σοὶ ἦν κλέπτης ὁ πατὴρ, εἴπερ ἦν ὅμοιος σοὶ. (πρβλ. Σταθῆτε ἀντρειὰ
σὰν ῞Ελληνες καὶ σὰν Γραικοὶ σταθῆτε ).
5) ῾Η παρονομασία ἢ παρήχησις ἢ τὸ ἐτυμολογικὸν σχῆμα.
Τοιοῦτον σχῆμα εἶναι, ὅταν παρατίθενται πλησίον ἀλλήλων ὁμόηχοι λέξεις, συνήθως
συγγενεῖς ἐτυμολογικῶς:
Θεοῦ θέα θεῖον θαῦμα.
Τυφλὸς τά τ’ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ’ ὄμματ’ εἶ.
(πρβλ. Χάρε, χαρὰ ποὺ μοῦ ’φερες καὶ λύπη ποὺ μοῦ
πῆρες).
6) Τὸ ὁμοιοτέλευτον ἢ ὁμοιοκατάληκτον. Τοιοῦτον σχῆμα εἶναι,
ὅταν εἰς τὸ τέλος ἐπαλλήλων προτάσεων τίθενται λέξεις καταλήγουσαι ὁμοίως:
Χαῖρε͵ δι΄ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε͵ δι΄ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει·
χαῖρε͵ τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις· χαῖρε͵ τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις·
χαῖρε͵ ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς· χαῖρε͵ βάθος δυσθεώρητον
καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Τοὺς πλέοντας ὡς ὑμᾶς ἐπωλεῖτε, τοῖς ἐναντίοις ἐβοηθεῖτε
, τὴν χώραν μου κακῶς ἐποιεῖτε Δημ. (Τὸ σχῆμα τοῦτο εἶναι νῦν
συνηθέστατον ἢ μᾶλλον κανονικὸν εἰς τὰ νέα ποιήματα).
γ) Σχήματα σχετικὰ μὲ τὸν βαθμὸν τῆς πληρότητος τοῦ λόγου
§183. Προεισαγωγή.
Τὰ λεκτικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται ἑκάστοτε πρὸς ἔκφρασιν ὡρισμένων
νοημάτων, δὲν εἶναι πάντοτε ἀκριβῶς τόσα, ὅσα καὶ τὰ ἐκφραζόμενα ἀντίστοιχα
νοήματα. Πλειστάκις παραλείπονται ὁτὲ μὲν ὀλιγώτερα, ὁτὲ δὲ περισσότερα λεκτικὰ
στοιχεῖα καὶ νοοῦνται ἔξωθεν, εἴτε ἐκ τῆς ἀμέσου ἀντιλήψεως ἢ τῆς, κοινῆς τῶν
διαλεγομένων πείρας, εἴτε ἐκ τῶν συμφραζομένων. (Σχῆμα ἐλλείψεως ἐν γένει ἢ
βραχυλογία . Βλ. §16 κ.ἑ.). Οὐχὶ σπανίως δὲ πάλιν προστίθενται εἰς τὸν λόγον
λεκτικὰ στοιχεῖα χωρὶς διὰ τούτων νὰ ἐκφράζεται ἕν νέον νόημα ἐπὶ πλέον
ἐκείνων, τὰ ὁποῖα ἐκφράζονται διὰ τῶν ὑπολοίπων λεκτικῶν στοιχείων. ᾽Εκφράζεται
ὅμως οὕτω τὸ ὅλον νόημα ζωηρότερον καὶ ἐναργέστερον:
Ἐσαγαγόντες με ἐς τὸ μέγαρον ἔσω ἐδείκνυσαν κολοσσοὺς
ξυλίνους. (Σχῆμα πλεονασμοῦ ἐν γένει. - Πρβλ. Τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου. Πάλι
τὸ ξανά πλυνε).
§184. Ι. Βραχυλογία
. Κατὰ τὸ σχῆμα τῆς βραχυλογίας
1) μία λέξις ἢ μία φράσις, ἡ ὁποία παραλείπεται, νοεῖται ἐκ
τῶν προηγουμένων ἀμετάβλητος. (Σχῆμα ἀπὸ κοινοῦ):
Οὗτος τροφῆς
οὐδὲν δεῖται, ἐγὼ δὲ δέομαι (τροφῆς).
2) μία λέξις ἢ μία φράσις, ἡ ὁποία παραλείπεται, νοεῖται ἐκ
τῶν προηγουμένων ἢ τῶν ἑπομένων οὐχὶ ὅπως ἐκεῖ ἐκφέρεται, ἀλλὰ μεταβεβλημένη
(κατὰ τὸν ἀριθμὸν ἢ τὴν πτῶσιν, ἄν εἶναι ὄνομα· κατὰ τὸ πρόσωπον, τὸν ἀριθμόν,
τὴν διάθεσιν κλπ., ἄν εἶναι ῥῆμα κ.ο.κ. Σχῆμα ἐξ ἀναλόγου):
Ἐξεφόβησαν τοὺς πολλοὺς οὐκ εἰδότας τὰ πρασσόμενα, καὶ
ἔφευγον (ἐνν. οἱ πολλοὶ).
Οὗτος μὲν ὕδωρ, ἐγὼ δὲ οἶνον πίνω (=οὗτος μὲν
πίνει κλπ.).
Ὁμοίως ἐξ ἑνὸς ῥήματος παρεμφατικῆς ἐγκλίσεως νοεῖται
ἀπαρέμφατον τοῦ ἰδίου ῥήματος ἢ μετοχὴ (κατηγορηματική):
Οὕτω καὶ αὐτὸς ἐποίει καὶ τοῖς ἄλλοις παρῄνει
(ἐνν. ποιεῖν).
Ἀθηναῖοι ἄρχειν τε τῶν ἄλλων ἀξιοῦσι καὶ ἐπιόντες τὴν τῶν
πέλας δῃοῦν μᾶλλον ἢ τὴν αὑτῶν ὁρᾶν (ἐνν. δῃουμένην).
Ὁμοίως ἐκ προηγουμένης λέξεως ἢ φράσεως, ἡ ὁποία ἔχει ἔννοιαν
ἀρνητικήν, νοεῖται ἀντίστοιχος λέξις ἢ φράσις καταφατική:
μηδεὶς θαυμάσῃ
μου τὴν ὑπερβολήν, ἀλλὰ μετ’ εὐνοίας ὃ λέγω θεωρησάτω (=ἀλλὰ πᾶς
τις θεωρησάτω).
Ὁμοίως ἐκ μιᾶς συνθέτου λέξεως νοεῖται ἡ ἁπλῆ λέξις, ἡ ὁποία
ἐνυπάρχει ἐντὸς αὐτῆς:
Κορινθίοισι ἦν ὀλιγαρχία καὶ οὗτοι Βακχιάδαι
καλεόμενοι ἔνεμον τὴν πόλιν (=καὶ οὗτοι οἱ ὀλίγοι).
3) ἕν ῥῆμα ἔχει δύο τοῦ αὐτοῦ εἴδους προσδιορισμοὺς
(ἀντικείμενα ἢ ἐμπρόθετα), ἐνῷ λογικῶς τὸ ῥῆμα τοῦτο ἁρμόζει εἰς τὸν ἕνα μόνον
ἐξ αὐτῶν, εἰς δὲ τὸν ἕτερον ἁρμόζει ἄλλο ῥῆμα, τὸ ὁποῖον σημαίνει σχετικὴν μὲν
ἀλλὰ διάφορον ἐνέργειαν, ἢ τὸ αὐτὸ ῥῆμα μὲ διάφορον σημασίαν (σχῆμα ζεῦγμα ):
Ἔδουσί τε
πίονα μῆλα οἶνόν τ’ ἔξαιτον (= πίνουσί τε οἶνον).
(πρβλ. Νὰ τὸν ποτίσω κρύο νερὸ καὶ δροσερὸ χορτάρι =
καὶ νὰ τὸν ταΐσω δροσερὸ χορτάρι).
Σημείωσις. ῾Υπὸ τὸ σχῆμα τῆς ἐλλείψεως ὑπάγονται προσέτι τὰ
κυρίως ῥητορικὰ σχήματα τῆς ἀποσιωπήσεως καὶ τῆς ὑποσιωπήσεως ἢ παρασιωπήσεως.
§185. ΙΙ. Πλεονασμός.
Ὑπὸ τὸ σχῆμα τοῦ πλεονασμοῦ ἐν γένει ὑπάγονται
1) τὸ σχῆμα ἐκ παραλλήλου. Κατὰ τοῦτο ἕν νόημα ἐκφράζεται
συγχρόνως καὶ καταφατικῶς καὶ ἀρνητικῶς:
Ψεύδεται καὶ οὐκ ἀληθῆ λέγει. (πρβλ. Σὺ νὰ σωπαίνῃς καὶ νὰ μὴ
μιλῇς).
2) ἡ περίφρασις. Κατὰ τοῦτο τὸ σχῆμα μία ἔννοια, ἐνῷ δύναται
νὰ ἐκφρασθῇ μὲ μίαν λέξιν, ἐκφράζεται μὲ περισσοτέρας παραστατικώτερον καὶ
χαρακτηριστικώτερον:
῎Ιτε παῖδες ῾Ελλήνων (=Ἕλληνες).
Δήμητρος καρπὸς (=σῖτος).
(Πρβλ. Παιδιὰ Μοραϊτόπουλα = Μοραΐτες).
3) Τὸ σχῆμα ἔν διὰ δυοῖν. Κατὰ τοῦτο μία ἔννοια ἐκφράζεται μὲ
δύο λέξεις συνδεομένας παρατακτικῶς διὰ τοῦ καὶ ἢ τοῦ τε
- καί, ἐνῷ συμφώνως πρὸς τὸ νόημα ἔπρεπε ἡ μία ἐξ αὐτῶν ν’ ἀποτελῇ
προσδιορισμὸν τῆς ἑτέρας. Οὕτω τὸ ἕν παρίσταται ὡς δύο καὶ ἡ σχετικὴ ἔννοια
παρίσταται ἐναργέστερον ὡς παρουσιαζομένη ὑπὸ δύο μορφάς:
Δακνόμενος ὑπὸ τῆς δαπάνης καὶ τῆς φάτνης (=ὑπὸ τῆς
περὶ τὴν φάτνην δαπάνης). (πρβλ. Ἀστροπελέκι καὶ φωτιὰ νὰ πέσῃ στὴν αὐλή
σου = ἀστροπελέκι πύρινο).
Σημείωσις. Τοῦ σχήματος τοῦ πλεονασμοῦ εἴδη εἶναι καὶ μερικὰ
ἄλλα σχήματα κυρίως ῥητορικά, ὡς ἡ ἀναδίπλωσις, ἡ ἀναστροφὴ κλπ., τῶν ὁποίων ἡ
πραγματεία κυρίως ἀνήκει εἰς τὴν ῥητορικήν.
δ ) Σχήματα σχετικὰ μὲ τὴν σημασίαν λέξεων ἢ ὁλοκλήρων
φράσεων
§186. Προεισαγωγή.
Εἰς τὴν ἀρχαία γλῶσσαν αἱ πλεῖσται λέξεις λαμβάνονται οὐχὶ πάντοτε μὲ τὴν
ἰδίαν, ἀλλὰ μὲ διάφορον ἑκάστοτε σημασίαν (ἡγοῦμαί τινι = προπορεύομαί τινος,
ἡγοῦμαί τινος = ἄρχω τινός, ἡγοῦμαι νικᾶν = νομίζω ὅτι νικῶ).
᾽Εκ τῶν διαφόρων σημασιῶν μιᾶς λέξεως μία λέγεται πρώτη ἢ
ἀρχικὴ ἢ κύρια σημασία (π.χ. φύλλον δένδρου), αἱ δὲ ἄλλαι λέγονται
δευτερεύουσαι ἢ μεταφορικαὶ σημασίαι (φύλλον τετραδίου , φύλλον θύρας , κλπ.)
῾Η μεταβολὴ τῆς σημασίας τῶν λέξεων γίνεται κατὰ τρεῖς κυρίως
τρόπους:
1) Ἡ σημασία τῆς λέξεως εὐρύνεται, ἤτοι ἐπεκτείνεται
μεταδιδομένη ἀπὸ μίαν ἔννοιαν εἰς ἄλλην ἢ ἄλλας λόγῳ κάποιας ὁμοιότητος, ἡ
ὁποία ὑπάρχει μεταξὺ τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν. (Τὸ φύλλον χάρτου ἔχει ἔκτασιν καὶ
σχετικὴν λεπτότητα, ὅπως καὶ τὸ φύλλον δένδρου. Συνήθως ὅστις ἡγεῖται, ἤτοι
προπορεύεται ἄλλων, οὗτος ἄρχει αὐτῶν).
῾Ο τοιοῦτος τρόπος τῆς μεταβολῆς τῆς σημασίας τῶν λέξεων
λέγεται σχῆμα μεταφορᾶς ἤ μεταφορά, διότι ἡ λέξις, ἡ ὁποία μεταβάλλει τὴν
σημασίαν, τρόπον τινὰ μεταφέρεται ἀπὸ τὴν μίαν ἔννοιαν εἰς τὴν ἄλλην.
Πολλάκις δὲ ἡ μεταφορὰ τῆς σημασίας μιᾶς λέξεως ἀπὸ μιᾶς
ἐννοίας εἰς ἄλλην ἐντελῶς διαφόρου φύσεως γίνεται ἐπὶ τῇ βάσει ἀσημάντου
ὁμοιότητος αὐτῶν καὶ τότε λέγομεν ὅτι ὑπάρχει σχῆμα καταχρήσεως ἢ κατάχρησις:
στόμα
ποταμοῦ. ὁφθαλμὸς κλήματος ἀμπέλου. γέροντες πρίνινοι
(=πουρναρίσιοι, ἤτοι λίαν εὔρωστοι). (πρβλ. Δόντια χτενιοῦ. Χέρια
σιδερένια = πολὺ δυνατά).
2) ῾Η σημασία τῆς λέξεως στενοῦται, ἤτοι περιορίζεται.
᾽Ενῷ δηλαδὴ ἀρχῆθεν ἡ λέξις αὕτη ἐκφράζει τὰς ἐννοίας πολλῶν ὁμοειδῶν ὅντων,
καταντᾷ κατόπιν νὰ λαμβάνεται, ἵνα δηλοῖ εἰδικῶς, ἕν μόνον ὡρισμένον ἐκ τῶν
ὁμοειδῶν τούτων ὄντων:
τὸ ἄστυ = αἱ Ἀθῆναι, ἐνῷ ἀρχῆθεν ἄστυ = πόλις ἐν γένει. ὁ
ἰσθμὸς = ὁ ἰσθμὸς τῆς Κορίνθου, ἐνῷ ἀρχῆθεν διὰ τῆς λέξεως ταύτης δηλοῦται πᾶς
ἰσθμός. (Πρβλ. ῾Η Πόλις = ἡ Κωνσταντινούπολις. ῾Ο ῞Αγιος = ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἐν
Κερκύρᾳ, ὁ ἅγιος Γεράσιμος ἐν Κεφαλληνίᾳ, ὁ ἅγιος Διονύσιος ἐν Ζακύνθῳ κ.τ.τ)
῾Ο τοιοῦτος τρόπος τῆς μεταβολῆς τῆς σημασίας μιᾶς λέξεως
καλεῖται σχῆμα κατ’ ἐξοχήν, ἐπειδὴ κατ’ αὐτὴν ἡ λέξις, ἐνῷ ἀρχῆθεν λαμβάνεται
περὶ πολλῶν ὁμοειδῶν, καταντᾷ κατόπιν νὰ λαμβάνεται περὶ ἑνὸς μόνου ἐξ αὐτῶν
(κατ’ ἐξοχήν, ἤτοι) ἐξαιρετικῶς.
3) ᾽Ενίοτε ἡ σημασία μιᾶς λέξεως φαίνεται ὅτι φθείρεται,
ἐκπίπτει, ἤτοι, ἐνῷ ἐξ ἀρχῆς ἡ λέξις αὕτη σημαίνει κάτι τι καλόν, καταλήγει νὰ
σημαίνῃ κατόπιν κάτι τι κακόν:
εὐήθης = μωρός, ἐνῷ ἀρχῆθεν εὐήθης = ὁ ἔχων καλὸν ἦθος,
ἀγαθός, ἄδολος ἄνθρωπος (πρβλ. ἀγαθὸς ἢ ἀγαθούλης = κουτός).
Σημείωσις. ῾Η κατὰ τὸν πρῶτον τρόπον μεταβολὴ τῆς σημασίας
τῶν λέξεων ἔχει λόγον ψυχολογικόν, ἤτοι τὴν μικρὰν ἢ μεγάλην ὁμοιότητα μεταξὺ
τῶν διαφόρων ἐννοιῶν, καὶ γίνεται εὐθὺς ὡς παρασχεθῇ ἀφορμὴ νὰ ὀνομασθῇ ἕν νέον
πρᾶγμα ἢ νὰ χαρακτηρισθῇ ἓν πρόσωπον ἢ ἓν πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον παρουσιάζει κάποιαν
ὁμοιότητα πρὸς κάτι ἄλλο γνωστὸν καὶ ὠνομασμένον ἤδη.
Ἡ δὲ κατὰ τοὺς δύο τελευταίους τρόπους μεταβολὴ τῆς σημασίας
τῶν λέξεων δὲν εἶναι ἔργον τῆς στιγμῆς, ἤτοι δὲν γίνεται ἀμέσως, ἀλλὰ σὺν τῷ
χρόνῳ, καὶ ἡ μὲν διὰ τῆς στενώσεως διὰ λόγους ἱστορικούς, γεωγραφικούς,
κοινωνικοὺς κλπ., ἡ δὲ διὰ τῆς φθορᾶς διὰ ψυχικὴν ἀδυναμίαν τῶν ἀνθρώπων, οἱ
ὁποῖοι συνήθως μίαν ἀρετὴν τῶν ἄλλων θέλουν νὰ τὴν ἀποδίδουν εἰς ψυχικὸν
ἐλάττωμα καὶ εἰς ἔλλειψιν αὐτῶν πνευματικήν. Οὕτως α΄) ἐπειδὴ οἱ κάτοικοι τῶν
χωρίων τῆς Ἀττικῆς προκειμένου περὶ τῶν Ἀθηνῶν, κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, συχνὰ
μετεχειρίζοντο τὰς φράσεις ἔρχομαι εἰς τὸ ἄστυ - ἔρχομαι ἐκ τοῦ
ἄστεως, ἕνεκα δὲ τῆς ἀντιθέσεως τῶν κωμῶν αὐτῶν πρὸς τὰς Ἀθήνας, αἱ ὁποῖαι
ἦσαν ἄστυ, ἤτοι πόλις, εὐκόλως ἠννόουν περί τίνος ἄστεως ἐπρόκειτο, κατήντησε
κατόπιν, ὤστε παρ’ αὐτῶν καὶ παρὰ τῶν γειτόνων των καὶ τέλος καὶ παρὰ τῶν ἄλλων
῾Ελλήνων ἐν γένει νὰ λαμβάνεται ἡ λέξις τὸ ἄστυ ὡς ἰσοδύναμος μὲ τὴν λέξιν
Ἀθῆναι . ῾Ομοίως β΄) ἐπειδὴ παρετηρήθη ὅτι οἱ εὐήθεις (=οἱ ἀγαθοὶ κατὰ τὸ ἦθος
ἄνθρωποι), εἶναι συνήθως ἀπονήρευτοι καὶ εὐκόλως ὑποκείμενοι εἰς ἀπάτην,
κατέληξεν, ὥστε νὰ ὁνομάζωνται οὕτω κατόπιν οἱ ἁπλοῖ τὸν νοῦν καὶ μωροί.
§187. ᾽Εκ τῆς
ποικίλης σημασιολογικῆς χρήσεως τῶν λέξεων ἢ φράσεων προκύπτούν τὰ σχετικὰ μὲ
τὴν σημασίαν αὐτῶν σχήματα, ἤτοι οἱ διάφοροι λεκτικοὶ τρόποι.
1) Τὸ σχῆμα κατὰ συνεκδοχὴν ἢ ἡ συνεκδοχή.
Κατὰ τοῦτο λαμβάνεται
α΄) τὸ ἓν ἀντὶ τῶν πολλῶν ὁμοειδῶν: Ὁ Συρακόσιος
πολέμιος τῷ ᾽Αθηναίῳ (=οἱ Συρακόσιοι - τοῖς Ἀθηναίοις) Θ. (πρβλ.
Χαίρεται ὁ Τοῦρκος στ’ ἄλογο κι ὁ Φράγκος στὸ καράβι).
β΄) τὸ μέρος ἑνὸς ὅλου ἀντὶ τοῦ ὅλου ἢ τἀνάπαλιν: ἴθι στέγης
εἴσω (=οἰκίας) Σοφ. (πρβλ. Κάθε κλαδὶ καὶ κλέφτης = κάθε δένδρο κλπ.).
γ΄) ἡ ὕλη ἀντὶ τοῦ κατασκευαζομένου ἐκ τῆς ὕλης ταύτης:
κατέθεντο τὸν σίδηρον (=τὰ ὅπλα) Θ. (πρβλ. Νὰ τρώῃ ἡ σκουριὰ τὸ
σίδερο καὶ ἡ γῆ τὸν ἀντρειωμένο ).
δ΄) το παράγον κάτι τι αντὶ τοῦ παραγομένου ὑπ’ αὐτοῦ :
πλῆσον κρατῆρα μελίσσης (=μέλιτος) Σοφ.
2) Ἡ μετωνυμία ἢ ὑπαλλαγή. Κατὰ τοῦτο λαμβάνεται
α΄) ὁ ποιήσας κάτι τι ἐν γένει ἀντὶ τοῦ ποιηθέντος ὑπ’ αὐτοῦ:
Ὅμηρος, ῾Ησίοδος· (= τὰ ἔπη τοῦ ῾Ομήρου, τοῦ ῾Ησιόδου). Δημοσθένης (=οἱ λόγοι
τοῦ Δημοσθένους). (Πρβλ . ὁ Σολωμός, ὁ Βαλαωρίτης = τὰ ποιήματα τοῦ Σολωμοῦ
κλπ.).
β΄) ὁ ἐφευρὼν κάτι τι ἢ κύριος ἑνὸς πράγματος ἀντὶ τοῦ
πράγματος τούτου: σπλάγχνει ὑπείρεχον ῾Ηφαίστοιο (= τοῦ πυρός , τοῦ
ὁποίου θεὸς ἐνομίζετο ὁ ῞Ηφαιστος) ῞Ομ. (πρβλ. Συνεννοοῦνται μὲ τὸν Μαρκόνη
= μὲ τὸν ἀσύρματον τηλέγραφον, τοῦ ὁποίου ἐφευρέτης εἶναι ὁ Μαρκόνης).
γ΄) τὸ περιέχον ἀντὶ τοῦ περιεχομένου ἢ τἀνάπαλιν: ἐς δάκρυα
ἔπεσε τὸ θέητρον (=οἱ θεαταί) Ἡρόδ. ἐπυνθανόμην τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐλθὼν εἰς
τὸν χλωρὸν τυρὸν (=εἰς τὸ μέρος τῆς ἀγορᾶς, ὅπου πωλοῦν τὸ χλωρὸ τυρὶ) Λυσ.
(Πρβλ. Νὰ γευτοῦν πολλῶν λογιῶν τραπέζι = φαγητά).
δ΄) τὸ ἀφηρημένον ἀντὶ τοῦ ἀντιστοίχου συγκεκριμένου ὀνόματος
ἢ ἀντὶ ἐπιθέτου, καὶ τἀνάπαλιν: νεότης πολλὴ ἦν ἐν Πελοποννήσῳ (=νέοι
ἄνδρες) Θ. ὁμηλικίη ἐστὶν ἐμοὶ (=ὁμῆλιξ) ῞Ομ. λῆρος (=ληρώδης, φλύαρος)
Πλ. (πρβλ. Τὸ σπαθὶ τὄχει καμάρι ἡ λεβεντιὰ = οἱ λεβέντες. Εἴμαστε μιὰ
ἡλικία μὲ τὸν Πέτρο).
3) ῾Η ἀντονομασία. Κατὰ τοῦτο ἀντὶ ἑνὸς κυρίου ἢ ποοσηγορικοῦ
ὀνόματος λαμβάνεται κάποια συνώνυμος ἢ ἰσοδύναμος λέξις ἢ περίφρασις, ἢτοι
λαμβάνεται
α΄) τὸ πατρωνυμικόν: Πηλεΐδης = ὁ Ἀχιλλεύς, Ἀτρεΐδαι = ὁ
Ἀγαμέμνων καὶ ὁ Μενέλαος.
β΄) ἡ περίφρασις. ἡ ὁποία δηλοῖ τὴν καταγωγὴν ἢ μίαν
σπουδαιοτάτην καὶ γνωστοτάτην πρᾶξιν ἢ ἰδιότητα τοῦ περὶ οὗ ὁ λόγος προσώπου:
ὦ παῖ
῾Ιππονίκου (=ὦ Καλλία) Πλ. ὁ τῆς Τροίας πορθητὴς (=ὁ ᾽Οδυσσεύς). βίη
῾Ηρακληείη (=ὁ ἰσχυρὸς Ἡρακλῆς) ῞Ομ. (πρβλ. ῾Ο γυιὸς τῆς καλόγριας = ῾Ο
Καραϊσκάκης. ῾Η ἐξοχότης σου = σὺ ἐξοχώτατε).
4) ῾Η ἀντίφρασις. Κατὰ τοῦτο μία ἔννοια ἢ ἓν νόημα ἐκφράζεται
οὐχὶ μὲ τὴν κυρίαν λέξιν ἢ φράσιν, ἀλλὰ μὲ κάποιαν ἄλλην, ἡ ὁποία ἔχει
παρομοίαν σημασίαν ἢ καὶ ἐναντίαν. Εἴδη τοῦ σχήματος τῆς ἀντιφράσεως εἶναι
α΄) ἡ λιτότης. Κατὰ τὸν λεκτικὸν τοῦτον τρόπον ἐκφράζεται
κάτι τὸ ἔλασσον, ὑποδηλοῦται ὅμως τὸ μεῖζον: οὐχ ἥκιστα (=μάλιστα), οὐκ ἀγνοῶ
(=γιγνώσκω καλῶς). (Πρβλ. ξόδεψα ὅχι λίγα γι αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν ).
β΄) ἡ εἰρωνεία. Κατὰ τὸν λεκτικὸν τοῦτον τρόπον μετὰ
προσποιήσεως χρησιμοποιεῖ κανεὶς λέξεις ἢ φράσεις, αἱ ὁποῖαι ἔχουν ἔννοιαν ὅλως
διάφορον ἢ ἐναντίαν ἐκείνων, τὰ ὁποῖα ἔχει εἰς τὸν νοῦν του, ἵνα ἀστειευθῇ ἢ
σκώψῃ ἢ χλευάσῃ κάποιον ἄλλον: ὡς ἡδὺς εἶ! (ἀντὶ: ὡς ἀηδὴς εἶ ).
γ΄) ὁ εὐφημισμός . Κατὰ τὸν λεκτικὸν τοῦτον τρόπον ἕνεκα
φόβου, ὁ ὁποῖος προέρχεται συνήθως ἀπὸ κάποιαν πρόληψιν ἢ δεισιδαιμονίαν,
χρησιμοποιεῖ κανεὶς ἄνευ προσποιήσεως λέξεις η φράσεις, αἱ ὁποῖαι ἔχουν καλὴν
καὶ εὐοίωνον ἢ ἄχρουν σημασίαν, ἀντὶ τῶν ἐναντίων: Εὐμενίδες (=αἱ ᾽Ερινύες). Εὔξεινος
πόντος . (Πρβλ. τὸ γλυκάδι = τὸ ξίδι, τὸ καλὸ σπυρὶ = ὁ ἄνθραξ.).
Συνήθης εἶναι ἡ χρῆσις τοῦ ῥ. πάσχειν ἁπλῶς ἀντὶ τῶν ῥημάτων
τελευτᾶν, ναυαγεῖν, ἡττᾶσθαι κ.τ.τ: μή τι ναῦς πάθῃ (=μὴ ναυαγήσῃ).
5) ῾Η ὑπερβολή. Κατὰ τὸν λεκτικὸν τοῦτον τρόπον μὲ χάριν
λέγει κανεὶς κάτι τι, τὸ ὁποῖον ὑπερβαίνει τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ σύνηθες, ἵνα οὕτω
παραστήσῃ ἕν σχετικὸν νόημα ζωηρότατα καὶ ἐναργέστατα:
πᾶσιν ἀνθρώποις ὁ πᾶς χρόνος οὐχ ἱκανὸς λόγον ἴσον παρασκευάσαι τοῖς τούτων ἔργοις. (πρβλ. σὰ δυὸ
βουνὰ εἶναι οἱ πλάτες του, σὰν κάστρο ἡ κεφαλή του).
6) ῾Η ἀλληγορία. Κατὰ τὸν λεκτικὸν τοῦτον τρόπον μὲ χάριν
χρησιμοποιεῖ κανεὶς μεγάλας καὶ τολμηρὰς μεταφορὰς (§185, 1) οὕτως, ὥστε νὰ
φαίνεται ὅτι λέγει πράγματα ἐντελῶς διάφορα ἀπὸ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἔχει εἰς τὸν
νοῦν του:
κυάμων
ἀπέχεσθαι (μὴ πράττειν τὰ πολιτικά· οἱ κύαμοι ἐχρησιμοποιοῦντο διὰ τὴν κλήρωσιν
τῶν ἀρχόντων).
μὴ γεύεσθαι μελανούρων (=μὴ ὁμιλεῖν κακοῖς ἀνθρώποις )
Πυθαγόρου λόγοι. (Πρβλ. ἄναψε ὁ γιαλὸς καὶ κάηκαν τὰ ψάρια· φράσις
λεγομένη περὶ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος κατελήφθη ἀπὸ μεγάλην ὀργήν. Τ’ ἄσπρισε τὰ
γένεια του ὁ Ἅι Νικόλας = ἐχιόνισε τοῦ Ἁγίου Νικολάου).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ: ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ
ΑΧΙΛΛΕΩΣ Α. ΤΖΑΡΤΖΑΝΟΥ, http://www.oedb.gr:8080/oedvLibrary/user/presentDoc.jsp?docId=195&docType=1&fileName=book195.xml, http://www.agiazoni.gr/agiagrafi.php?cat=palaia&id=genesis,
http://concordance.biblos.com/, http://www.oedb.gr:8080/oedvLibrary/user/presentDoc.jsp?docId=176&docType=1&fileName=book176.xml#176_1_1, http://omilias.blogspot.com/2009/03/blog-post.html, http://sites.google.com/site/kainidiathikineoellinika/home, http://diakonosg.wordpress.com/, http://analogion.gr/glt/.